«Πρέπει να γράφω σαν να εκτίω μια ποινή. Και η μεγαλύτερη ποινή είναι να ξέρω ότι αυτό που γράφω αποδεικνύεται εντελώς μάταιο, αποτυχημένο και αβέβαιο.

Κλείνω, κουρασμένος, τα παντζούρια των παραθύρων μου, αποκλείω τον κόσμο και για ένα λεπτό έχω την ελευθερία μου. Αύριο θα ξαναγίνω σκλάβος· αλλά αυτή τη στιγμή, μόνος, και χωρίς να έχω την ανάγκη κανενός, φοβούμενος μόνο μην κάποια φωνή ή παρουσία έρθει να με διακόψει, έχω τη μικρή μου ελευθερία, τις στιγμές μεγαλείου μου.

Είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν θεοί, είμαστε σκλάβοι τους.

Ολη η λογοτεχνία είναι μια προσπάθεια προκειμένου η ζωή να γίνει πραγματική.

Α, δεν υπάρχει νοσταλγία πιο οδυνηρή από αυτήν των πραγμάτων που ποτέ δεν υπήρξαν!

Να ταξιδεύεις; Για να ταξιδεύεις αρκεί να υπάρχεις. Πηγαίνω από μέρα σε μέρα, σαν από σταθμό σε σταθμό, στο τρένο του κορμιού μου ή του πεπρωμένου μου, σκυμμένος πάνω από δρόμους και πλατείες, πάνω από χειρονομίες και πρόσωπα, πάντα τα ίδια και πάντα διαφορετικά, όπως τελικά είναι τα τοπία».

(Από το Αλφαβητάρι ΠεσσόΑ-Ω, μτφ. Μαρία Παπαδήμα,

εκδ. Gutenberg, σελ. 106)