Είναι δύο αριθμοί οι οποίοι χαρακτηρίζουν, κατά κάποιον τρόπο, το 2018. Ο ένας είναι τα 2,1 τρισεκατομμύρια ευρώ που χάθηκαν από τα χρηματιστήρια του πλανήτη κατά τη διάρκεια της χρονιάς που φεύγει. Ο άλλος είναι τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ που καλούνται να καταβάλουν οι έλληνες φορολογούμενοι έως το τέλος του έτους.

Θα έκανε λάθος όμως αν στεκόταν κανείς μόνο στην ιλιγγιωδη διαφορά που χωρίζει τα δύο ποσά. Γιατί η πραγματική διαφορά βρίσκεται αλλού. Βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτά τα 2,1 τρισ. στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν ποτέ. Ηταν αέρας και εξαερώθηκαν σαν αέρας. Αντίθετα, τα 3 δισ. είναι αληθινό χρήμα. Δεν αφορούν τον άυλο χρηματοπιστωτικό κόσμο αλλά την πραγματική οικονομία. Δεν είναι χρήμα που διακινείται ανάμεσα σε μπρόκερ και επενδυτές, αλλά χρήμα που βγαίνει από τσέπες για να γεμίσει κρατικά ταμεία.

Η διαφορά διαμορφώνει και τις επιπτώσεις. Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα θα συνεχίσει να υπάρχει και χωρίς τα 2,1 τρισ. Και θα συνεχίσει να υπάρχει, όπως έχει μάθει να υπάρχει: με ανόδους και καθόδους των χρηματιστηριακών δεικτών, με την ευφορία των αγορών να εναλλάσσεται με μια ανησυχία που θα γίνεται καμιά φορά νευρικότητα, με κάποια «μαύρη Δευτέρα» που θα δώσει τη θέση της σε κάποιο ρεκόρ ανόδου πριν ξαναμαζευτούν τα μαύρα σύννεφα πάνω από τη Γουόλ Στριτ, τη Φρανκφούρτη ή το Σίτι για να τα διαλύσει ξανά ο ήλιος και τα αρνητικά πρόσημα των δεικτών να γίνουν θετικά.

Η οικονομική μονάδα που ορίζεται ως «νοικοκυριό», όμως, είναι αδύνατον να συνεχίσει να διαβιοί σε μόνιμο καθεστώς φορολογικής αφαίμαξης. Η ίδια η οικονομία είναι αδύνατον να ανακάμψει σε τέτοιες συνθήκες φοροεισπρακτικής πίεσης. Το γνωρίζει ασφαλώς ο υπουργός Οικονομικών που ομολόγησε ότι δεν είναι περήφανος για την πολιτική των υπερπλεονασμάτων. Δείχνει να το ξεχνά μια κυβέρνηση που όχι μόνο επαίρεται για τις επιδόσεις της στην υπερφορολόγηση αλλά επιπλέον δείχνει να βολεύεται με την ιδέα ότι τα υπερπλεονάσματα έχουν γίνουν η βασική πηγή της κοινωνικής (βλ. παροχολογικής) πολιτικής της.

Αυτή είναι η διαφορά. Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί να υπάρξει χωρίς 2,1 τρισ. Είναι αμφίβολο όμως ότι μπορεί να υπάρξει μια οικονομία μόνο για να θρέφει ένα ακριβό, άδικο, αναποτελεσματικό και τελικά αντικοινωνικό κράτος.