Ας κρατήσουμε το έθιμο. Ποιο ήταν το σημαντικότερο γεγονός στην Ελλάδα το 2018; Μα ασφαλώς, το γεγονός που δεν έγινε – η πολυδιαφημισμένη «καθαρή έξοδος» από τα Μνημόνια. Η παραδοξότητα της έκφρασης περιέχει δύο σαφείς συμβολισμούς για την κατάσταση της χώρας. Χώρα μετέωρη, εκτός των προγραμμάτων διάσωσης αλλά και εκτός αγορών. Χώρα που ως κοινωνία και ως πολιτικό σύστημα δεν έχει καταφέρει να βρει τη στοιχειώδη συνεννόηση για να περιγράψει έστω τη θέση που βρίσκεται. Μάλιστα, κυβέρνηση και δικαστές μοιάζουν να ετοιμάζουν τον νέο δημοσιονομικό εκτροχιασμό, ενώ και οι αντιπολιτεύσεις ακολουθούν το ρεύμα χωρίς να μπορούν προεκλογικά να πάνε κόντρα. Η εικόνα είναι λοιπόν εύγλωττη. Η χώρα συνεχίζει να πορεύεται επί ξηρού ακμής. Οι αιτίες τόσο της κρίσης όσο και της αδυναμίας υπέρβασής της παραμένουν πολιτικές. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά, καθώς οι εθνικές κρίσεις στη νεότερη ιστορία μας είχαν συχνά αυτοτελώς ή πρωταρχικά πολιτικές αιτίες.
Πράγματι, η σημερινή επισφάλεια της χώρας δεν αφορά μόνο την οικονομία, αλλά συνεχίζει να έχει ως επίκεντρο την Πολιτική. Η υποβάθμιση της ποιότητας της πολιτικής εξουσίας και της δημοκρατίας αποτελεί όντως αυτοτελές πρόβλημα με βραδυφλεγείς επιπτώσεις στο μέλλον. Οσο εξωπραγματική ήταν η «καθαρή έξοδος», άλλο τόσο είναι ότι σήμερα η σύγκρουση εκδηλώνεται μεταξύ του υγιούς «νέου» και του «παλαιού» πολιτικού συστήματος που ευθύνεται υποτίθεται για τη χρεοκοπία. Είναι προφανές πλέον ότι το υποτιθέμενο «νέο», δηλαδή η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αναμασάει πολιτικάντικες πρακτικές της μεταπολιτευτικής ζωής. Το τελευταίο κρούσμα είναι η καθ’ υπερβολή προεκλογική παροχολογία και τα πολλαπλά κρούσματα προκλητικής ρουσφετολογίας. Διαφημίζονται μάλιστα σαν λαϊκή πολιτική έναντι του κακού νεοφιλελευθερισμού, ενώ ο τρόπος εκλογικίστικης διανομής επιδομάτων από την Εξουσία μάλλον υποβαθμίζει τους λαϊκούς ανθρώπους σε πληβειακή μάζα. Ο παλαιοκομματισμός γεροντική ασθένεια του λαϊκισμού – θα λέγαμε παραφράζοντας τον Λένιν. Το γεγονός ώς έναν βαθμό είναι κατανοητό. Το κυβερνητικό προσωπικό που από το περιθώριο του 4% ανέλαβε τα ηνία της εξουσίας ήταν εκ των πραγμάτων απροετοίμαστο, και επιπλέον η προγραμματική καθυστέρηση της Αριστεράς δεν του παρείχε πυξίδα για να προσανατολιστεί. Οπισθοχωρεί έτσι και μιμείται τις παγιωμένες πολιτικάντικες πρακτικές του παρελθόντος. Αν και τελευταία διαβαίνει τον Ρουβίκωνα σκορπώντας συνειδητά νάρκες όχι μόνο για την επόμενη διακυβέρνηση, αλλά και για την ομαλή εξέλιξη της οικονομίας.
Ο διχασμός και η ποιότητα της πολιτικής ζωής αποπροσανατολίζουν την κοινωνία ως προς τις αιτίες της εθνικής κρίσης και τις προϋποθέσεις υπέρβασής της. Μήπως όμως η «κοινωνία» έχει καταλάβει περισσότερα και δεν παρασύρεται από τις αρνητικές επιρροές του κομματικού ανταγωνισμού; Το υποστηρίζουν αρκετοί και θα ήταν ένα αισιόδοξο γεγονός. Φοβάμαι όμως ότι ακόμα και αν η κοινωνία «ξέρει», δεν μπορεί. Ακόμα και αν όπως λένε έχει κατανοήσει περισσότερα, δεν έχει τις δυνάμεις και τις αντοχές να σύρει αυτή την άμαξα προκαλώντας έναν νέο πολιτικό σεισμό, θετικό αυτή τη φορά. Το γιατί είναι σαφές. Το σοκ των απωλειών εισοδήματος και status είναι τόσο δυνατό για την πλειονότητα των πολιτών ώστε η προοπτική ενός άμεσου ατομικού / οικογενειακού οφέλους είναι προτιμότερη από την προσμονή μιας μελλοντικής συλλογικής βελτίωσης. Η συμπεριφορά αυτή είναι κατανοητή και συνήθης σε περιόδους απότομων καταστροφών όπου επικρατούν λογικές «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Η επιθυμία επιβίωσης και περιορισμού των απωλειών είναι ισχυρότερη έναντι της υποχρέωσης προς την Πόλη και τη συλλογική «λύτρωση». Ιδίως σε κοινωνίες ατομιστικές με χαμηλή εμπιστοσύνη προς τον διπλανό, τους θεσμούς και την Πολιτική. Πόσω μάλλον όταν ο κομματικός ανταγωνισμός φθείρει ακόμα περισσότερο τα φτωχά έτσι κι αλλιώς κοιτάσματα εμπιστοσύνης.
Οπως όλα δείχνουν το 2019 θα είναι έτος κυβερνητικής – πολιτικής αλλαγής. Αλλά η οριστική υπέρβαση της κρίσης θα έλθει όταν δημιουργηθούν ευρύτερες ιδεολογικές – πολιτικές μεταβολές που θα σημαίνουν μια συλλογική αυτοκριτική κατανόηση των αιτίων της καταστροφής που ζήσαμε. Ετσι έχει συμβεί στο παρελθόν μας. Χάρη σε τέτοιες στιγμές νέας εθνικής αυτογνωσίας οικοδομήσαμε σταθερούς δημοκρατικούς θεσμούς στη Μεταπολίτευση, και αργότερα στη δεκαετία του 1990, αγκυρώσαμε τη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και το ευρώ. Επίτηδες δεν ανέφερα ούτε κόμματα, ούτε ονόματα, γιατί οι «καμπές» εκείνες επωάζονταν για καιρό, συγκεκριμένα στη διάρκεια των προηγούμενων κρίσεων (δικτατορία, οικονομικοί εκτροχιασμοί δεκαετίας 1980), και οι αναθεωρήσεις εκδηλώθηκαν σε όλες τις πολιτικές παρατάξεις – Κεντροδεξιά, Κεντροαριστερά, Αριστερά -, σε καθεμία με τον τρόπο της.
Κάποια βήματα έχουν γίνει και στην παρούσα εθνική κρίση που διαρκεί για πάνω από οκτώ χρόνια. Με τη διάψευση του αριστεροδεξιού αντιμνημονιακού λόγου μετά την κωλοτούμπα του ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβριο του 2015, έπαψε να αιωρείται το φάντασμα μιας υποτιθέμενης εναλλακτικής στρατηγικής. Γεγονός που δεν οδήγησε όμως σε νέα αυτογνωσία γιατί ο μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ αντί να λύσει το δικό του πρόβλημα φυσιογνωμίας, το μετακυλίει στη χώρα διχάζοντας από τα πάνω την κοινωνία και καλλιεργώντας την πολιτική εχθροπάθεια στα όρια του άοπλου εμφυλίου. Κι αυτό, παρότι έχει φιλευρωπαϊκές αντιπολιτεύσεις που είτε ανοιχτά τον Σεπτέμβριο του 2015, είτε σιωπηρά καθ’ όλη την επόμενη τριετία, ενθάρρυναν την κυβερνητική κωλοτούμπα.
Σε τι συνίσταται μια νέα συλλογική αυτογνωσία ως προς την εθνική περιπέτεια που ακόμα βρίσκεται σε εξέλιξη; Μα να άρει τις επιπτώσεις της διάψευσης του αντιμνημονιακού λαϊκισμού που κυριάρχησε στα μυαλά της κοινωνικής πλειοψηφίας, και που σήμερα είτε συνεχίζει να λειτουργεί υποσυνείδητα προκαλώντας πολιτική σύγχυση, είτε οδηγεί σε συλλογική ματαίωση και κοινωνική παραίτηση. Εναπόκειται στις φιλευρωπαϊκές δυνάμεις, η καθεμιά με το μέγεθος και το πόστο που θα βρεθεί μετά τις εκλογές, να δράσουν έτσι ώστε η κοινωνία να κατασταλάξει σε μια πιο ειλικρινή και συναινετική αντίληψη για την οκταετή περιπέτεια. Σε πρώτη φάση δύσκολα μπορεί να γίνει αυτό με πρωτοβουλία των κομματικών ηγεσιών – ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ. Οι σχέσεις του πολιτικού τους προσωπικού είναι τόσο πολωμένες ώστε οι προσεγγίσεις θα είναι επιφανειακές και καιροσκοπικές. Οι φιλευρωπαϊκές δυνάμεις θα είναι αναγκασμένες να κινηθούν αρχικά μονομερώς. Που σημαίνει απτά και γρήγορα αποτελέσματα της νέας διακυβέρνησης, μακροπρόθεσμη πολιτική σταθερότητα, νέο ήθος πολιτικού ανταγωνισμού, αποκατάσταση του κύρους θεσμών που έχουν τρωθεί βαριά από παρακρατικές πρακτικές όπως συμβαίνει στη Δικαιοσύνη. Η σταθεροποίηση ενός τέτοιου νέου κλίματος θα προσδιορίσει και την εσωτερική διαλεκτική που θα εκδηλωθεί ασφαλώς μετεκλογικά στον ΣΥΡΙΖΑ εφόσον θα βρεθεί όπως φαίνεται στην αντιπολίτευση.
Με λίγα λόγια, η πολιτική αλλαγή που προδιαγράφεται το 2019 πρέπει να είναι αφετηρία αναμόρφωσης του συνολικού πολιτικού σκηνικού, γιατί αν σε κάτι συμφωνούν όλοι οι έγκυροι διεθνείς αναλυτές είναι ότι ο κόσμος έχει μπει σε περίοδο αβεβαιότητας. Η Ελλάδα, έτσι όπως είναι σήμερα, δεν θα αντέξει δεύτερη διεθνή κρίση – είτε οικονομική είτε γεωπολιτική.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου