Την εικοσαετία 1990-2010 ο μικροαστός μεταστράφηκε σε μεσήλικα που νεάζει, πέρασε από το πρότυπο του Βασίλη Διαμαντόπουλου – «Νόμος 4000» – στο πρότυπο του Λάμπρου Κωνσταντάρα – «Κάτι κουρασμένα παλικάρια». Τίποτα δεν μπορούσε να ανακόψει τις εκδηλώσεις κατά του νόμου Παπαθεμελή, που έκλεινε τα μπαράκια και τα σκυλάδικα στις 2 μετά τα μεσάνυχτα. Τίποτα; Οχι ακριβώς. Την ίδια στιγμή που μπορούσε να διαδηλώσει κατά του «συντηρητισμού», ο μικροαστός μας, μπορούσε να διαδηλώσει και κατά του πολιτικού γάμου ή κατά των νέων ταυτοτήτων. Μια γηραλέα νεότητα, καμιά φορά υστερική όπως όλα τα πράγματα που δεν μπορούν να βρουν τον κανονικό χρόνο τους. Η διχασμένη νεότητα, δηλαδή, η νεοπλουτίστικη φιλαρέσκεια, διαμόρφωνε ένα σχιζοειδές γήρας και καταλήγει στις νοστιμιές που βλέπουμε. Οσες «βλογιές» και τάματα, τόση νομιμότητα και τόση κάλπικη φιλοπατρία. Οση κατανυκτική επιστροφή στον σοφό γέρο που αποφαίνεται για την κρίση ως οιωνοσκόπος, τόση απομάκρυνση από κάθε πίστη και εμμένεια. Γιατί η αμνημοσύνη είναι μορφή απιστίας. Σχετίζεται δε πάντα με την προσεκτική συλλογή αποδείξεων μνήμης. Οσο ξεχνάς τα βάσανα που πέρασε ο λαός κι ο τόπος από τον φασισμό, τόσο προχωράς ακάθεκτος σε μια νέα εθνική τραγωδία. Η Κύπρος διαμελίστηκε από τον τουρκικό επεκτατισμό με τη συνέργεια των χουντικών εθνικιστών.
Η ρηχή μνήμη δεν είναι αμνησία, αλλά επιλογή. Θυμάσαι αυτά που θες, ξεχνάς όσα σε δυσαρεστούν. Εξυπνο. Μεταμφιέζεις την ιδιοτελή αυτοσυντηρητική καλοπερασιά (να μην μπλέκεσαι δηλαδή με τα δυσάρεστα και τα λάθη σου) σε μνήμη και λήθη. Μετατοπίζεις σε δυο ανώτερες νοηματικές κατηγορίες κάτι που μοιάζει ποταπό, την απλή αυτοσυντήρηση. Αυτά τα αμυντικά τεχνάσματα δεν είναι η πρώτη φορά που αναδύονται. Οταν κουρασμένος από την πολεμική κακουχία ο κόσμος εγκατέλειψε την ιδέα της μεταπολεμικής «συνέχισης του αγώνα», ουσιαστικά επέτρεψε τη στροφή στη νοικοκυροσύνη. «Θέλω επιτέλους να ζήσω, να παντρέψω το παιδί, να πάω σ’ ένα πανηγύρι. Ετσι κι αλλιώς δεν φτιάχνει ο κόσμος».
Η σημερινή λαϊκή (κυρίως μικροαστική) επιλογή, να αναπαλαιώσει «ό,τι του άφησε η μάνα του», δεν οφείλεται στη δύναμη της παράδοσης, αλλά στην ανακατασκευή των άλλοθι. Γιατί παράδοση δεν είναι οι βλογιές, τα ξόρκια και τα ξόμπλια, αλλά η γλώσσα, οι ανασχηματισμοί του νοήματος, ο πόθος για ζωή, όχι το «στάιλινγκ» πάνω στη ζωή. Παραδομένος λόγος δεν είναι η πόζα αλλά η θέση, η επιθυμία, η επινόηση, η βία της επείγουσας, σύγχρονης δραστικής απόφασης. Παράδοση είναι το περιέχον, ιστορικό, αύριο. Αλλωστε μνήμη δεν είναι η ανακομιδή, αλλά η ζωτική αγάπη.
Ο μικροαστός δέθηκε με δυο εκδοχές ενταφιασμού. Μια υστερική κλιμακτήριο και μια νεκροφιλική θρηνωδία. Ποτέ παρών στον χρόνο και τον τόπο, πάντα δραπέτης, κοπανατζής, είτε διά του μοντερνισμού είτε διά του κλασικισμού. Σαν μερικούς νεόπλουτους που έχουν ανάγκη να στολίσουν με τρίγλυφα και κορινθιακά κιονόκρανα τα αλουμινένια και υάλινα πετάσματα μιας, υποτιθέμενα, νεωτερικής πρόσοψης. Μια φτιασιδωμένη και αβαθής «νεωτερικότητα» που ταλαντεύεται ανάμεσα στο αμνήμον χθες και στο ανεγκέφαλο αύριο.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ, Νομού Σάμου