Η παγκόσμια επέλαση του λαϊκισμού, ιδίως κατά τη δεκαετία που διανύουμε, παραμένει ένα ιστορικό παράδοξο που κεντρίζει την περιέργεια των πολιτικών επιστημόνων (και όχι μόνο). Ενα βραχύσωμο βιβλίο που κυκλοφόρησε πέρυσι στην πατρίδα μας από τις εκδόσεις Επίκεντρο, ο «Λαϊκισμός – Μια Συνοπτική Εισαγωγή» των Cas Mudde και Cristόbal Rovira Kaltwasser, ήρθε και φώτισε το μυστήριο, αφού πρώτα το περιέγραψε με ακρίβεια. Εάν συμφωνήσουμε, κατά τον ορισμό των δύο συγγραφέων, ότι «μια ιδεολογία είναι ένα σώμα κανονιστικών ιδεών σχετικά με τη φύση του ανθρώπου και της κοινωνίας καθώς και την οργάνωση και τους σκοπούς της κοινωνίας· με απλά λόγια, είναι μια θεώρηση σχετικά με το πώς είναι και πώς θα έπρεπε να είναι ο κόσμος», δεν θα δυσκολευτούμε και να παραδεχτούμε ότι ο λαϊκισμός, όχι μονάχα δεν δείχνει ιδεολογικά εύρωστος, μα απεναντίας δείχνει καχεκτικός, επιδερμικός, ρηχός σε σημείο παρεξηγήσεως.
Μήπως το μυστικό της επιτυχίας του λαϊκισμού βρίσκεται ακριβώς στην ειδοποιό του διαφορά από όλες τις άλλες ιδεολογίες, στο γεγονός ότι η ιδεολογία του λαϊκισμού επιδεικνύει κι επαίρεται για τη «ρηχότητά» της εκεί όπου οι άλλες, οι παραδοσιακές ιδεολογίες επιδεικνύουν κι επαίρονται για το «βάθος» τους; Οι Mudde – Kaltwasser εξηγούν: «Θα μπορούσαμε να δηλώσουμε ότι ο λαϊκισμός πάντα αφορά σε μια επίκριση του κατεστημένου και λατρεία του απλού λαού. Πιο συγκεκριμένα, ορίζουμε τον λαϊκισμό ως μια αβαθή ιδεολογία (thin-centered ideology, ιδεολογία ισχνού πυρήνα) που θεωρεί την κοινωνία ουσιαστικά χωρισμένη σε δύο ομοιογενή και ανταγωνιστικά στρατόπεδα, τον “αγνό λαό” έναντι της “διεφθαρμένης ελίτ”, και η οποία υποστηρίζει ότι η πολιτική θα πρέπει να είναι έκφραση της volonte generale (γενικής βούλησης) του λαού».
Ας διευκρινίσουμε εδώ ότι οι περισσότεροι λαϊκιστές δεν εκλαμβάνουν τη «γενική βούληση» τόσο ως μια αυστηρά πολιτική έννοια – ως έκφραση, λόγου χάριν, της θέλησης του λαού μέσω της ψήφου του σε ελεύθερες πολυκομματικές εκλογές – όσο ως μια μάλλον μεταφυσική έννοια (με καταγωγή από τον Ζαν-Ζακ Ρουσό), την οποία ο κοινοβουλευτισμός όχι μόνο δεν αποτυπώνει, αλλά και αλλοιώνει, επιβάλλοντας τη θέληση της «ελίτ» επί του «λαού». Εξού και η πλειοψηφία των αυταρχικών λαϊκιστών ηγετών επιδιώκουν την «αδιαμεσολάβητη» direct σχέση τους με τον «λαό» και θεωρούν τις εκλογές ως περιττή πολυτέλεια (ιδίως όταν γνωρίζουν ότι, αν δεν «μαγειρέψουν» το εκλογικό αποτέλεσμα, δεν πρόκειται να βγουν κερδισμένοι) κι εργαστήρι ακάματων συνωμοσιών της «ελίτ» εναντίον του «λαού». Από τη στιγμή όμως που η «γενική βούληση» δεν εκφράζεται ανόθευτα μέσω των εκλογών – μέσω ποίων εκφράζεται; Μα μέσω των… λαϊκιστών, φυσικά. Ετσι οι λαϊκιστές πετυχαίνουν και να νομιμοποιούν τον εαυτό τους ως γνήσιο εκφραστή της «γενικής βούλησης» και να απονομιμοποιούν την αντιπολίτευση ως εχθρό της «γενικής βούλησης». Από εκεί κι έπειτα, η διολίσθηση προς τη (συγκαλυμμένη ή απροκάλυπτη) δικτατορία είναι μια μάλλον τυπική διαδικασία.
«Σε αντίθεση», γράφουν οι Mudde – Kaltwasser, «με τις ιδεολογίες “πυκνού πυρήνα” ή “πλήρεις” (π.χ., φασισμός, φιλελευθερισμός, σοσιαλισμός), οι αβαθείς ιδεολογίες όπως ο λαϊκισμός έχουν περιορισμένη μορφολογία, η οποία εμφανίζεται απαραίτητα να προσκολλάται – και μερικές φορές ακόμα και να αφομοιώνεται – σε άλλες ιδεολογίες. Στην πραγματικότητα, ο λαϊκισμός σχεδόν πάντα εμφανίζεται προσκολλημένος σε άλλα ιδεολογικά στοιχεία, τα οποία είναι σημαντικά για την προώθηση των πολιτικών σχεδίων που είναι ελκυστικά στο ευρύτερο κοινό. Συνεπώς, ο λαϊκισμός από μόνος του δεν μπορεί να προσφέρει ούτε σύνθετες ούτε συνοπτικές απαντήσεις στα πολιτικά προβλήματα που γεννούν οι σύγχρονες κοινωνίες».
Εχουμε λοιπόν μια ρηχή ιδεολογία, μια ιδεολογία-παράσιτο που για την επιβίωσή της – και την ευρεία απήχησή της – προσκολλάται υποχρεωτικά σε μια ισχυρότερη ιδεολογία, μια ιδεολογία-ξενιστή. Αργά ή γρήγορα η ιδεολογία-παράσιτο «σκοτώνει» την ιδεολογία-ξενιστή, αλλά και χωρίς την ιδεολογία-ξενιστή, η ιδεολογία-παράσιτο είναι καταδικασμένη σε θάνατο. Ανάλογα με τον πολιτικό προσανατολισμό της ιδεολογίας-ξενιστή, η ιδεολογία-παράσιτο αποκτάει το αριστερό ή το δεξιό της πρόσημο: «Σε γενικές γραμμές, οι περισσότεροι αριστεροί λαϊκιστές συνδυάζουν τον λαϊκισμό με κάποια μορφή σοσιαλισμού, ενώ οι δεξιοί λαϊκιστές τείνουν να τον συνδυάζουν με κάποιον τύπο εθνικισμού».
Ετσι εξηγείται και η, εκ πρώτης όψεως, αναιτιολόγητη και ανίερη «κατανόηση» που επιδεικνύει ο αριστερός λαϊκισμός για τον δεξιό (και τούμπαλιν), μια «κατανόηση» που ορισμένες φορές φτάνει έως το βλάσφημο σημείο της «συμμαχίας». Το παράδειγμα της συμμαχίας ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, όπως το παραθέτουν οι δύο συγγραφείς στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης, είναι κάτι παραπάνω από ενδεικτικό:
«Καθώς το ΠΑΣΟΚ έγινε πιο μετριοπαθές, περισσότερο ως προς τον λαϊκισμό του παρά ως προς τις πελατειακές σχέσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα πήρε τη θέση του, μετατρέποντας έναν χαλαρό συνασπισμό ριζοσπαστικών αριστερών ομάδων σε ένα ολοένα και πιο ενσωματωμένο αριστερό λαϊκιστικό κόμμα. Είναι ενδιαφέρον ότι ο αριστερός λαϊκιστικός ΣΥΡΙΖΑ σχημάτισε κυβέρνηση με το δεξιό λαϊκιστικό κόμμα Ανεξάρτητοι Ελληνες (ΑΝΕΛ), κάτι που οδήγησε κάποιους μελετητές να υποστηρίξουν ότι ο λαϊκισμός έναντι του αντι-λαϊκισμού έγινε η βασική διαίρεση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα».
Ασφαλώς, τα σκούρα για τον λαϊκισμό, απανταχού της γης, ξεκινούν από τη στιγμή που θα πάρει την εξουσία και θα έρθει αντιμέτωπος με τα ίδια του τα φούμαρα. Οχι, δεν… ζητάει συγγνώμη (μη και νομίσετε ότι η γαϊδουριά είναι αποκλειστικά δική μας πατέντα). Εχει ανακαλύψει πάλι την ιδανική δικολαβίστικη φόρμουλα προκειμένου να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα: «Από τον πρώην σλοβάκο πρωθυπουργό Βλαντιμίρ Μετσιάρ μέχρι τον εκλιπόντα Πρόεδρο της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες, οι λαϊκιστές στην εξουσία καταφέρνουν να διατηρήσουν την αντικαθεστωτική ρητορική τους μέσω εν μέρει του επαναπροσδιορισμού της ελίτ. Σημαντικό επιχείρημα στους ισχυρισμούς τους είναι ότι η αληθινή εξουσία δεν βρίσκεται στους δημοκρατικά εκλεγμένους ηγέτες, δηλαδή, τους λαϊκιστές, αλλά σε κάποιες παρασκηνιακές δυνάμεις που υπονομεύουν τη φωνή του λαού. Σε αυτό το σημείο ακριβώς γίνεται προφανής ο χαρακτηρισμός του λαϊκισμού από τον διάσημο προοδευτικό αμερικανό ιστορικό Richard Hofstadter ως το “παρανοϊκό στυλ πολιτικής”…». Οποτε ακούμε λοιπόν τον Παύλο Πολάκη να προτρέπει την ελληνική Δικαιοσύνη να ρίξει μερικούς στη φυλακή προκειμένου να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις επόμενες εκλογές ή – ακόμη χειρότερα – τον ίδιο τον Πρωθυπουργό να μιλάει για «θεσμικά εμπόδια», ας μην είμαστε και τόσο σίγουροι για την αφέλειά τους. Ο Γιόερι Μουσέβενι το έχει δηλώσει χωρίς φιοριτούρες: «Η κυβέρνηση δεν θα επιτρέψει σε καμία Αρχή, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων, να οικειοποιηθεί τις εξουσίες του λαού». Αλλά – θα μου πείτε με το δίκιο σας – ο Μουσέβενι δεν μασάει τα λόγια του. Είναι Πρόεδρος της Ουγκάντας. Αρχηγός του Στρατού και ό,τι γουστάρει.