Υποστηρίζεται από συνταγματολόγους και πολιτικούς ότι δεν θα πρέπει να πάει χαμένη η αναθεωρητική διαδικασία του Συντάγματος, που μόλις ξεκίνησε. Δεν πρέπει, λένε, να χαθεί και αυτή η ευκαιρία αναθεώρησης, που τόσο την έχει ανάγκη ο τόπος. Αξίζει τον κόπο να γίνει, ακόμη και αν πραγματοποιηθεί μια «μίνι αναθεώρηση» και επικεντρωθεί σε ελάχιστα άρθρα, για τα οποία φαίνεται ότι κυβερνητική πλειοψηφία και αντιπολίτευση συμφωνούν ως προς την αναγκαιότητα της αναθεώρησής τους.
Δεν συμμερίζομαι την αντίληψη αυτή. Διότι πιστεύω, αντίθετα, ότι, και αν ακόμη συμφωνηθεί μια μίνι αναθεώρηση – πράγμα αμφίβολο – η ευκαιρία που θα χαθεί, στο άμεσο μέλλον, για μια ουσιαστική, συναινετική και ευρεία αναθεώρηση θα είναι ακόμη μεγαλύτερη. Θα πρέπει μετά να περιμένουμε πέντε χρόνια για να ξεκινήσει μια νέα και δέκα περίπου για να συντελεστεί.
Ας ξεκινήσουμε, παραδειγματικά, από την πλέον αισιόδοξη εκδοχή. Τα δύο μεγάλα κόμματα συμφωνούν να ξεκινήσουν τη διαδικασία της αναθεώρησης για τις διατάξεις που αναφέρονται π.χ. στην αλλαγή του τρόπου εκλογής του ΠτΔ και πάντως στην απάλειψη της δυνατότητας διάλυσης της Βουλής εάν δεν επιτευχθεί πλειοψηφία των 180 βουλευτών, σε εκείνη της ποινικής ευθύνης των υπουργών, σε εκείνη που αφορά το ακαταδίωκτο των βουλευτών, κοινώς βουλευτική ασυλία και τέλος σε εκείνη που αφορά τους λόγους πρόωρης διάλυσης της Βουλής και ενδεχομένως και σε μερικές άλλες. Εστω, ότι για τις προκείμενες διατάξεις επιτυγχάνεται στην παρούσα Βουλή πλειοψηφία 180 βουλευτών. Τότε, σύμφωνα με την αριθμητική λογική του άρθρου 110 παρ. 2, 3, και 4, η Αναθεωρητική Βουλή που θα εκλεγεί θα έχει τη δυνατότητα να αναθεωρήσει ορισμένες ή να μην αναθεωρήσει καμία από τις υπό αναθεώρηση διατάξεις, ακόμη και με πλειοψηφία 151 βουλευτών.
Στην περίπτωση αυτή, κυρία της αναθεώρησης γίνεται η κυβερνητική πλειοψηφία που θα προκύψει από τις εκλογές. Θα είναι εξοπλισμένη με τη λαϊκή εντολή να αναθεωρήσει, όπως αυτή κρίνει, όλες ή ορισμένες από τις υπό αναθεώρηση διατάξεις ή και να ματαιώσει την αναθεωρητική διαδικασία. Αν αναθεωρήσει ακόμη και μία διάταξη, τότε η αναθεώρηση θεωρείται ότι περαιώθηκε αισίως και θα αρχίσει να τρέχει η προθεσμία της πενταετίας για μια νέα αναθεώρηση.
Το ενδεχόμενο αυτό είναι για μένα η πλέον δυσμενής αναθεωρητική εξέλιξη. Διότι θα έχει συντελεστεί μια μικρή και πάντως κατώτερη των περιστάσεων αναθεώρηση από κυβερνητική πλειοψηφία διαφορετική από εκείνη που την ξεκίνησε και θα έχει ταυτόχρονα αποκλειστεί για πέντε τουλάχιστον χρόνια το ενδεχόμενο μια νέας ευρύτερης, συναινετικής αναθεωρητικής πρωτοβουλίας.
Το άλλο ενδεχόμενο, το πλέον πιθανόν, είναι οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ να ψηφιστούν όλες, και οι 15 ή 20, με απόλυτη, όχι όμως αυξημένη πλειοψηφία, των βουλευτών, οπότε για να αναθεωρηθούν από την Αναθεωρητική Βουλή θα απαιτηθεί πλειοψηφία 180 βουλευτών. Στην περίπτωση αυτή η νέα κυβερνητική πλειοψηφία θα βρεθεί μπροστά στο εξής δίλημμα: ή να απεμπολήσει ορισμένες δικές της προτάσεις, όπως εκείνη του άρθρου 16Σ και να προχωρήσει στην αναθεώρηση των υπολοίπων, με αναθεωρητική όμως κατεύθυνση αντίθετη ή διαφορετική από εκείνη που πρότεινε η προηγούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ή να προχωρήσει στη ματαίωση της αναθεωρητικής διαδικασίας ώστε να ξεκινήσει με τις δικές της προτάσεις αμέσως μια νέα.
Και τα δύο ενδεχόμενα δείχνουν ότι η παρούσα αναθεωρητική πρωτοβουλία είναι καταδικασμένη είτε να ματαιωθεί είτε να αποτύχει. Η τωρινή πλειοψηφία δεν την πολυπιστεύει, η αυριανή δεν τη θέλει έτσι όπως είναι. Προϊόν της κρίσης αδυνατεί εξ ορισμού να αρθεί πάνω από την ίδια για να την αντιμετωπίσει. Σε κάθε περίπτωση κινδυνεύει να πάει χαμένη.
Ο Αντώνης Μανιτάκης είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ