Αν γινόταν ένας διαγωνισμός για τον ευρωπαίο Παίκτη της Χρονιάς, το πιθανότερο είναι ότι θα τον κέρδιζε ο Πέδρο Σάντσεθ. Ο ηγέτης του Ισπανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος πρώτα παραιτήθηκε, λίγους μήνες μετά επανεξελέγη και τον περασμένο Ιούνιο έγινε Πρωθυπουργός από το πουθενά: εκμεταλλεύτηκε ένα άρθρο του Συντάγματος που λέει ότι όποιος καταθέτει πρόταση μομφής και την κερδίζει έχει τον πρώτο λόγο στον σχηματισμό κυβέρνησης, εξουδετέρωσε τους φιλόδοξους Ciudadanos, πίεσε το απομονωμένο Pοdemos και βρέθηκε χωρίς καλά καλά να το καταλάβει στο Παλάθιο Μονκλόα.
Του έδιναν λίγες εβδομάδες. Αλλά ο 46χρονος οικονομολόγος σκοπεύει να παραμείνει στη θέση του μέχρι τη λήξη της σημερινής κοινοβουλευτικής θητείας, το 2020. «Εδραιώνουμε έναν προοδευτικό χώρο, με ηγεμονική δύναμη την Αριστερά, ο οποίος θα προσελκύει το Κέντρο», είπε σε μια συνέντευξή του. Πράγματι, από την ανθρωπιστική αντιμετώπιση της μετανάστευσης μέχρι την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 22% και την εκταφή των οστών του Φράνκο, όλα τα μέτρα που έχει λάβει στους λίγους μήνες που ασκεί την εξουσία έχουν αριστερό πρόσημο. Και στις δημοσκοπήσεις καλπάζει.
Μετά τον Αντόνιο Κόστα της Πορτογαλίας, ο Σάντσεθ είναι ο δεύτερος σοσιαλιστής που κυβερνά χάρις στη στήριξη της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Θα μπορούσε να τους ακολουθήσει η Φώφη Γεννηματά; Αυτό το σενάριο ενδεχομένως να υπαινίχθηκε ο γραμματέας Επικοινωνίας ΚΙΝΑΛ Σταμάτης Μαλέλης με τη δήλωσή του ότι το κόμμα δεν θα συνεργαστεί με μια κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας «που θα φέρει τον όλεθρο» και δεν θα φοβηθεί νέες εκλογές με απλή αναλογική: ο Μητσοτάκης δεν παίρνει αυτοδυναμία στις επόμενες εκλογές, κυβέρνηση δεν μπορεί να σχηματιστεί αφού κανείς δεν δέχεται να συνεργαστεί μαζί του, οι εκλογές επαναλαμβάνονται με απλή αναλογική, το πολιτικό τοπίο αλλάζει ριζικά και το ΚΙΝΑΛ γίνεται η μόνη δύναμη που μπορεί να ηγηθεί μιας «προοδευτικής» κυβέρνησης. Σε συνεργασία με τον αποδυναμωμένο ΣΥΡΙΖΑ, φυσικά.
Ακόμη κι αν δεχθούμε την ατεκμηρίωτη και αυθαίρετη στα όρια της πρόκλησης υπόθεση ότι η Νέα Δημοκρατία ετοιμάζεται να φέρει τον όλεθρο, προκύπτουν δύο ερωτήματα. Πρώτον: μια χώρα που προσπαθεί με τεράστιες δυσκολίες να σταθεί στα πόδια της θα αντέξει μια τέτοια περιπέτεια; Δεύτερον: αξίζει πραγματικά τον κόπο; Πόσο «προοδευτικό» είναι ένα κόμμα που δεν τολμά να διαφοροποιηθεί από την Κεντροδεξιά σε σημαντικά θέματα όπως το Μακεδονικό ή οι σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους; Και τι προοπτικές ανόρθωσης προσφέρει μια δύναμη που δηλώνει ρητά ότι προτιμά να συνεργαστεί με τους λαϊκιστές παρά με τους φιλελευθέρους;
Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά από τις χώρες της Ιβηρικής. Εκεί, η ριζοσπαστική Αριστερά δεν έχει κυβερνήσει. Δεν έχει συμμαχήσει με την Ακροδεξιά, δεν έχει κάνει κωλοτούμπες, δεν έχει προσπαθήσει να αλώσει τα μέσα ενημέρωσης, δεν έχει στήσει το δικό της πελατειακό κράτος. Εκεί, η λέξη «Αριστερά» διατηρεί το νόημά της, δεν έχει εξευτελιστεί.