Η, πάντα γενναιόδωρη, Ελενα που με έχει καλέσει στο σπίτι της την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, μού το ξεκαθάρισε: «Αν κάποιοι φίλοι σου δεν έχουν πού να πάνε, να τους πάρεις μαζί σου. Μην τους αφήσεις μόνους τέτοια μέρα». Σκέφθηκα να πω στον Γιάννη που μελαγχολεί τις γιορτές. Αλλά μετά θυμήθηκα ότι πριν από πέντε χρόνια που είχα κάνει εγώ ρεβεγιόν, δεν ήρθε ενώ τον περίμενα. Την άλλη μέρα μόνο μου είπε ότι, από το μεσημέρι, είχε πιει τσίπουρα στο Tivoli, στη Μπενάκη, και ξεράθηκε στον ύπνο. Και θύμωσα αναδρομικά για το 2013. Τι σημασία έχει όμως; Ο Γιάννης μάς άφησε εκείνον τον παράξενο Ιανουάριο του 2015. Παραμονή εκλογών τον αποχαιρετήσαμε. Υπό βροχή.
Τις προάλλες, καθώς έψαχνα κάποιο τηλέφωνο στο κινητό μου, είδα την επαφή «Ζωή». Ετσι, σκέτο. Η πιο αναγνωρίσιμη Ζωή της ζωής μου δεν χρειάζεται επίθετο. Και θυμήθηκα ότι με το που άλλαζε ο χρόνος, το δικό της μήνυμα ερχόταν πρώτο πρώτο. Ακόμα και όταν κάναμε μαζί Πρωτοχρονιά. «Για να σου πάει γούρι. Είμαι γουρλού» μου έλεγε. Οι ευχές της είναι ακόμη στο τηλέφωνό μου. Αλλά η Ζωή μάς είπε αντίο πριν από ενάμιση χρόνο.
Ανήμερα τα Χριστούγεννα, μόλις ξύπνησα ξενυχτισμένη και αργοπορημένη για το μεσημεριανό οικογενειακό τραπέζι, τηλεφώνησα στον Μάνο να του πω ότι, όπως κάθε χρόνο, θα περάσω να τον πάρω με το ταξί και δεν πειράζει αν αργήσουμε ένα τέταρτο. Μόνο να μη βγει να με περιμένει μεσ’ στο κρύο γιατί αγχώνομαι, θα τον πάρω τηλέφωνο όταν θα πλησιάζω. Αλλά το τηλέφωνο του Μάνου δεν απαντάει από τον περασμένο Ιούλιο που έφυγε έτσι ξαφνικά. Και μετά θυμήθηκα τον πατέρα μου που ερχόταν με λαχτάρα στο σπίτι μου λίγο πριν από τα Χριστούγεννα για «να δει το δενδράκι μου». Λες και θα άλλαζα στολισμό από χρόνο σε χρόνο. Ξέρω γιατί το έκανε. Ανησυχούσε μήπως η «μικρή» που ξοδεύτηκε στους έρωτες και δεν έκανε δική της οικογένεια, έχει τις μαύρες της και δεν στόλισε. Σαν να ακούω τα βήματά του στη σκάλα κι ας έχει να την ανεβεί περισσότερα από δεκατρία χρόνια. Κι ύστερα «ήρθε» ο θείος Βαγγέλης που στα χριστουγεννιάτικα τραπέζια έκανε χοντρά αστεία και αδιάκριτες ερωτήσεις, ο Χρηστάκης, πανέμορφος και πανύψηλος, η κυρία Τάνια που πάντα μοσχομύριζε. Φευγάτοι όλοι από χρόνια. Oμως αυτές τις μέρες, με το φως της γιορτής, επανέρχονται. Εισβάλλουν απρόσκλητοι αλλά θριαμβικοί, στολισμένοι και υπέρλαμπροι. Και μου τσιμπούν στοργικά το μάγουλο.
Οι νεκροί μας «ζούνε» όσο ακόμη τους σκεφτόμαστε. Αυτά έλεγα με τον φίλο μου τον Γιώργο, αλλά εκείνος μου θύμισε την τελευταία σκηνή από το «Χάος» των αδελφών Ταβιάνι. Oταν ο συγγραφέας – ο Πιραντέλο δηλαδή, σε βιβλίο του οποίου βασίστηκε το σενάριο – γυρίζει στο σπίτι του και «συνομιλεί» με τη νεκρή μητέρα του. Εκείνη μεν «ζει» όσο τη σκέφτεται. Αλλά ο ίδιος; Εμείς οι ζωντανοί δηλαδή; «Τώρα που έχεις πεθάνει», της λέει, «δεν μπορείς πλέον να με σκέφτεσαι. Για σένα δεν είμαι πια ζωντανός, κι ούτε θα είμαι ποτέ».
Καλή χρονιά. Και να ανοίγετε την πόρτα σε αυτούς που επανέρχονται τούτες τις μέρες.
* παράφραση του «Και με το φως του λύκου επανέρχονται» της Ζυράννας Ζατέλη.