«Αλλάζουν όλα εδώ κάτω με ορμή, τι να καταλάβουμε οι φτωχοί…» σιγοψιθύριζα, σχεδόν τραγουδώντας, χωρίς ν’ ακούει κανείς, χωρίς ν’ ακούω ούτε εγώ δηλαδή, χαζεύοντας πότε γύρω σαν χαμένος και πότε μετρώντας τα μισοσπασμένα πλακάκια του πεζοδρομίου, σ’ ένα δρόμο στο κέντρο μιας πόλης που δεν είχε πια καμιά σχέση με την πόλη που μεγάλωσα. Που την ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά, που ήταν εντελώς δικιά μου, αλλά τώρα είναι σαν ξένη, σαν άγνωστη.
Ο δρόμος, πεζόδρομος τώρα, ήταν η Καλαμιώτου ή η Αγίου Μάρκου, δεν είμαι σίγουρος λόγω θολούρας, λίγο της αφηρημάδας και λίγο της θλίψης, και όπως κι όλα τα γύρω δρομάκια ανάμεσα Μητροπόλεως, Ερμού, Αγίας Ειρήνης, Κολοκοτρώνη και Πραξιτέλους τα έχω οργώσει χιλιάδες φορές από πολύ μικρός, από πριν τα σχολεία. Με τραβολόγαγε η Κατίνα ψάχνοντας ρετάλια υφασμάτων, μαλλιά και νήματα για πλέξιμο, φόδρες, κλωστές – ντε-μι-σε ή πεταλούδα -, φόντια, πατρόν, κορδονάκια, κουμπιά κι άλλα φτηνιάρικα σκατολοΐδια για να ράβει ρουχαλάκια, κουρτινάκια, καμιά ρόμπα κι ό,τι άλλο τής ερχότανε, γιατί πού να αγοράσει απ’ τα έτοιμα ή τα καινούργια.
Ελα, ρε μαμά, τέλειωνε, της γκρίνιαζα συνήθως έτσι που με ξεποδάριαζε, άντε, πάμε να κάτσουμε με τον θείο στο καφενεδάκι. Ηταν πίσω από το εμπορικό του Κωνσταντάτου σ’ ένα μικρό περίκλειστο πλατειάκι δίπλα στη Ρόμβης, που μας κέρναγε πορτοκαλάδα ο θείος ο Γιάννης, που δούλευε εκεί. Και μάζευα και τα καπάκια – κάπου έχω ακόμα. Δεν σας νοιάζουν όλα αυτά, βέβαια, αλλά εμένα με νοιάζουν και τα σκέφτομαι γιατί όσο αλλού ‘ντ’ αλλού είναι το εν λόγω ντοκιμαντέρ άλλο τόσο αλλού είναι κι αυτή η πόλη σήμερα.
Σιγοτραγουδούσα λοιπόν περπατώντας εκεί γύρω τώρα, μισόν αιώνα και βάλε μετά και τίποτα δεν ήταν ίδιο κι ούτε έμοιαζε. Ολα είναι εντελώς διαφορετικά, αγνώριστα, οι άνθρωποι, μικροί και μεγάλοι, μαγαζιά, φώτα, αυτοκίνητα, καφενεία, όλα. Τότε, αρχές του ’60 πες, ήταν όλα πολύ πιο φτωχά αλλά καθόλου μίζερα. Δεν ήταν και πεντακάθαρα, αλλά δεν έμοιαζαν καθόλου, όπως σήμερα, βρώμικα. Κι όλοι ήταν λαμπεροί και γελαστοί και αισιόδοξοι, σίγουροι ότι οι μέρες και τα χρόνια θα είναι όλο και καλύτερα.
Δεν θέλω να γράψω βιβλίο, αλλά να πω στα γρήγορα ότι πρόλαβα χιλιάδες πράγματα που δεν υπάρχουν πια και με νοσταλγία ανασύρονται από τη μνήμη, όπως οχήματα, παλιά υπέροχα κτίρια, επαγγέλματα, γωνιές, μαγαζάκια, μουσικές – ήχοι και εικόνες. Και βέβαια όσα πήραν τη θέση τους είναι απείρως πιο λειτουργικά, εύχρηστα, πιο άνετα μπορούν να αποκτηθούν και κάνουν τη ζωή μας πολύ πιο εύκολη, όμως γιατί η μέση αίσθηση ευτυχίας έχει ελαττωθεί τόσο, μού λες;
Ο κόσμος τότε είχε μόλις αρχίσει να ισορροπεί, μετά τον τραγικό Εμφύλιο, υπήρχαν νωπές οι μνήμες του, οι εχθρότητες, οι δυσκολίες προσαρμογής για πολλούς ακόμα διωκόμενους ήταν φανερές, ακόμα άλλωστε υπήρχαν εξόριστοι ή φυλακισμένοι. Και μπορεί οι ευθύνες για τον Εμφύλιο να βάραιναν κυρίως την Αριστερά, αλλά οι ευθύνες για τις διώξεις και τη μη αποκατάσταση μιας ομαλότητας βάραιναν αποκλειστικά τους νικητές. Ηταν πολύ δύσκολα χρόνια με φτώχεια, με χωματόδρομους ακόμα και στην καρδιά της πόλης, με δύσκολες και σκληρές δουλειές, με παιδιά που δεν είχαν σχεδόν τίποτα, αλλά παρ’ όλα αυτά η ίδια η ζωή τραγουδούσε για μια ελπίδα. Που έρχεται. Και είναι να απορείς, γιατί σήμερα με ένα βιοτικό επίπεδο ασύγκριτα καλύτερο, με όλες αυτές τις κατακτήσεις στις εργασιακές σχέσεις, με απείρως πιο αποτελεσματικά τα προσφερόμενα μέσα εκπαίδευσης, με τα απίστευτα άλματα της τεχνολογίας, αλλά και με απόλυτη ελευθερία και εξασφαλισμένη και παγιωμένη τη δημοκρατική λειτουργία της πολιτείας, είναι στ’ αλήθεια ν’ απορείς γιατί είμαστε έτσι, αφόρητα γκρινιάρηδες, μουρτζούφληδες ώς και αυτοκαταστροφικοί πολύ συχνά. Επίσης πολύ συχνά συναντάς και κοινωνικές συμπεριφορές αντιστρόφως ανάλογες προς τις «ιδεολογικές καταγωγές και παραδόσεις» του υποκειμένου. Ανθρωποι προοδευτικοί, που μεγάλωσαν σε ένα περιβάλλον πάλης για «διεκδίκηση του καλύτερου αύριο» και αγώνων για δικαιοσύνη και δημοκρατία να συμπεριφέρονται σήμερα με απόλυτη περιφρόνηση αξιών, ακόμα και ως τυραννίσκοι στον περίγυρό τους, να είναι καταφανές ότι περιφρονούν αυτές τις αξίες που οι γονείς τους ή οι ίδιοι «κουβάλησαν». Να λειτουργούν μ’ έναν τρόπο απάνθρωπο και ιδιοτελή. Ετσι συναντάς κι αυτούς που φαίνεται να μην αγαπάνε τίποτα άλλο παρά μονάχα το βόλεμα και την πάρτη τους.
Φορώντας τον μανδύα κάποιου ηθικού πλεονεκτήματος, είναι έτοιμοι να ανταλλάξουν «το δίκιο του αγώνα τους» με μια εκδούλευση, με μια θεσούλα, με ένα ρουσφέτι. Μπορούν εύκολα να γίνονται φορείς της λογικής της ήσσονος προσπάθειας, να αποστρέφονται κάθε αξιολόγηση και να απεχθάνονται κάθε είδους αξιοκρατία. Κι είναι πολλές φορές οι διπλανοί σου, πρώην φίλοι, παλιοί σύντροφοι και συγγενείς που αλλιώς τους ήξερες κι αλλού τους βρίσκεις.
Με τρόμο σχεδόν κι όχι απλή έκπληξη παρακολουθείς την μετάλλαξή τους και δεν ξέρεις καν αν πράγματι μεταλλάχθηκαν ή πάντοτε ήταν έτσι, εαυτούληδες που το έπαιζαν αλτρουιστές, ιδιοτελείς που υποδύονταν τον συναγωνιστή και η θλίψη σου σκεπάζει τον θυμό ή την απελπισία. Αλλά τώρα μπορείς να δεις πια καθαρά πώς και γιατί άλλαξε η ζωή και η πόλη. Δεν ήταν μόνο στυγνά συμφέροντα σκοτεινών κύκλων «της μαύρης αντίδρασης» και λοιποί διαπλεκόμενοι που έκαναν την «πόλη» αγνώριστη και ξένη, ήταν και δικοί σου «φίλοι», γι’ αυτό κι η μελαγχολία σου γίνεται μεγαλύτερη. Αλλά, «η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις. Πέρασαν για πάντα οι παλιές ιδέες, οι παλιές αγάπες, οι κραυγές γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών». Καλή Χρονιά, λοιπόν, πουλάκια μου.