Η συνονόματη γιαγιά μου, σταχομαζώχτρα του Μεσσηνιακού κάμπου, με μύησε από νωρίς στο μύθο των καλικαντζαραίων γιατί άλλο τρόπο να δείξει τρυφερότητα δεν της είχε δείξει ο ανεόρταστος βίος της. Την θυμήθηκα τώρα που μπήκαμε στο Δωδεκαήμερο, όπου έχει κράτος και εξουσία η πείραξη και ο ορθολογισμός κάνει ένα βήμα πίσω, μπορεί και περισσότερα. Στον δικό της τον κόσμο, καλικάντζαρος ήταν ένας τριχοπόδαρος που «χτύπαε» με βατράχια το γιορτινό κρέας και το μαγάριζε. Κι όταν λέμε κρέας, μη φανταστείτε. Το πολύ κάνα κοτόπουλο ή κάνα ποταμίσιο ψάρι. Η γιαγιά της φίλης μου, Μανιάτισσα από τα Λιασίνοβα που το ωραίο σλάβικο όνομά του σωφρονίστηκε βαναύσως κι έγινε Προσήλιο, είχε άλλη εικόνα για τους καλικάντζαρους, μολονότι οι δυο γυναίκες έζησαν την ίδια εποχή και σε απόσταση μερικών δεκάδων χιλιομέτρων, που όμως εκείνα τα χρόνια φάνταζε τουλάχιστον σαν από τη γη στη σελήνη. Στο δικό της τον κόσμο λοιπόν, η μαγάρα των καλικαντζαραίων ήταν να κατουρήσουν μέσα στο λάδι που τηγάνιζε τα λαλάγγια της. Κάθισα και σκέφτηκα την κουζίνα των μύθων. Ολοφάνερο! Κοτόπουλο για την καμπίσια, λαδάκι για τη Μανιάτισσα. Ο καθένας μαγειρεύει τους μύθους του με ό,τι έχει πρόχειρο. Τα βατράχια όμως, που να πάρει; Πάντα μου λείπει το σημαντικότερο υλικό για να καταλάβω τους άλλους. Σα να έσπασε ένα φράγμα μέσα μου, αμέσως γέμισε ο τόπος νερά από τις αμπολές του ποταμού Παμίσου, εκεί που δεκάχρονες εργάτριες στα ρύζια κατέστρεφαν τη γονιμότητά τους, δουλεύοντας ολημερίς με το νερό ίσαμε το στήθος, ανάμεσα σ’ αυτές και οι θείες μου. Τα βατράχια σκέφτηκα, δεν είναι όλα πρίγκιπες του Ντίσνεϊ αλλά βατράχια «βατράχια».
Κάθομαι και κοάζω κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο αλλά τίποτα. Κανείς δεν έχει γλώσσα για το σημερινό κακό. Συντομογραφικά, πολλοί το λένε εθνολαϊκισμό, ή πολυκαιρισμένο φθόνο από τον καιρό του Εμφύλιου. Πάντα μου λείπει το σημαντικότερο υλικό για να καταλάβω τους άλλους. Θυμάμαι όμως τι έγινε στο τέλος: «φεύγετε να φεύγουμε» φώναζαν τα παγανά καθώς σκόρπιζαν προς τον Κάτω κόσμο. Γένοιτο!