Η άκρως πολωτική αντιπαράθεση για τη συμφωνία των Πρεσπών υπογραμμίζει την αδυναμία μας, ακόμα και τις πιο κρίσιμες ιστορικές στιγμές, να αρθρώσουμε ορθολογικό λόγο, πέρα από κομματισμούς και ιδιοτέλειες.
Ας κάνουμε, λοιπόν, ένα βήμα πίσω για να ξαναδούμε τα βασικά. Ποια ήταν η αναγκαιότητα ενός διπλωματικού συμβιβασμού; Πρώτον, η Ελλάδα δοκίμασε στο παρελθόν όλες τις εναλλακτικές πολιτικές και όχι μόνο δεν πέτυχε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, αλλά αντίθετα το διόγκωσε. Αρα η επιδίωξη ενός συμβιβασμού ήταν απαραίτητη συνθήκη προώθησης του εθνικού συμφέροντος, όχι υπονόμευση αυτού.
Δεύτερον, ο χρόνος δουλεύει εναντίον της ελληνικής πλευράς. Τα σχεδόν τριάντα χρόνια ονοματολογικής αντιπαράθεσης εδραίωσαν διεθνώς τον όρο «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και σταδιακά παγιώνουν την αντίληψη για ύπαρξη μιας και μόνης Μακεδονίας, αυτής των γειτόνων. Η περαιτέρω καθυστέρηση μπορεί μόνο να επιβαρύνει αυτή την κατάσταση.
Τρίτον, η Ελλάδα έχει εξ ανάγκης βασίσει τη διπλωματική της προσπάθεια στο κίνητρο ένταξης στους δυτικούς θεσμούς. Αλλά αυτή η προοπτική δεν είναι διόλου δεδομένη. Είναι απολύτως πιθανό να εκλείψει η εσωτερική συναίνεση στην ΠΓΔΜ για ένταξη στο ΝΑΤΟ και να εισέλθει η χώρα σε ένα επ’ αόριστον καθεστώς ίσων αποστάσεων από Δύση και Ρωσία – αυτό συμβαίνει ήδη σε Σερβία και Βοσνία. Η δε ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ μπορεί να ακυρωθεί στην πράξη αν το πολιτικό σκηνικό στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες μεταβληθεί άρδην, όπως είναι πλέον πιθανό. Αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων θα είναι η ισχύς του διπλωματικού «υπερόπλου» της Ελλάδας – το περίφημο κίνητρο της ένταξης – να εκμηδενιστεί. Δεν θα υπάρχει τότε κανένας ουσιαστικά τρόπος να πιεστεί/πειστεί η ΠΓΔΜ για αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό.
Ορθώς, λοιπόν, η Ελλάδα άδραξε την ευκαιρία για μια συνεννόηση. Το ίδιο άλλωστε επιδίωξαν και οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις. Απλώς στο παρελθόν ούτε η μετριοπαθής ηγεσία τύπου Ζάεφ υπήρχε στα Σκόπια, ούτε η δυτική διπλωματία είχε τη βούληση να πιέσει αποφασιστικά τους γείτονες, όπως έγινε τους προηγούμενους μήνες.
Τα πλεονεκτήματα της συμφωνίας των Πρεσπών είναι τόσο προφανή ώστε οι περισσότεροι ξένοι αναλυτές αξιολογούν τη συμφωνία ως ετεροβαρή υπέρ της Ελλάδας. Στη χώρα μας, αντίθετα, δεδομένου του πολιτικού σκηνικού, πολλοί αναλυτές γρήγορα «προσαρμόστηκαν». Τα πλεονεκτήματα σπάνια πλέον ακούγονται, τελείως παραπλανητικώς για την κοινή γνώμη η οποία δεν γνωρίζει ότι οι παρακάτω προβλέψεις των Πρεσπών ουδόλως είχαν εξασφαλιστεί εν συνόλω, ή ακόμα και εν μέρει, σε προηγούμενες προσπάθειες διαπραγμάτευσης: γεωγραφικός προσδιορισμός, συνταγματική αλλαγή, erga omnes, ευνοϊκή διαδικασία κύρωσης, αλλαγή όλων των ονομασιών δημόσιων οργανισμών, πλήρης αποκοπή από την κληρονομιά της Αρχαίας Μακεδονίας, από κοινού ερμηνεία της ιστορίας της γείτονος χωρίς αντίστοιχη παρέμβαση στο ελληνικό ιστορικό αφήγημα, θεσμικές διαδικασίες που θα δημιουργήσουν στενές σχέσεις συνεργασίας στο μέλλον και πολλά άλλα.
Οσοι παραβλέπουν ή αποσιωπούν αυτά τα πλεονεκτήματα καλό θα ήταν να αναφέρουν άλλα παραδείγματα διεθνών συμφωνιών όπου η μία πλευρά δύναται να συνδιαμορφώνει τον πολιτειακό, ταυτοτικό και ιστορικό χαρακτήρα γειτονικού ανεξάρτητου κράτους εν καιρώ ειρήνης. Κυρίως, όμως, οφείλουν να ξεκαθαρίσουν ποιο θα είναι το ουσιαστικό κέρδος εφόσον, όπως ελπίζουν, καταρρεύσει η συμφωνία των Πρεσπών. Τι ουσιαστικά διαφορετικό μπορεί να κερδίσει η Ελλάδα; Και αξίζει να διακινδυνεύσει την επ’ αόριστον επιστροφή στην απόλυτα αρνητική για τα ελληνικά συμφέροντα προτέρα κατάσταση;
Ο Γιάννης Αρμακόλας είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας