Θυμάμαι τα Χριστούγεννα που η αιθαλομίχλη επέστρεψε στην Αθήνα. Οι πολυκατοικίες δεν αγόραζαν πετρέλαιο για καλοριφέρ, οι περισσότεροι ένοικοι δεν είχαν να το πληρώσουν, χρωστούσαν ήδη αρκετών μηνών κοινόχρηστα. Aναβαν συνεπώς τα τζάκια. Και τι έριχναν μέσα; Oχι μονάχα κούτσουρα και κλαδιά, ελιά και πεύκο. Αλλά ό,τι εύφλεκτο έβρισκαν, είτε δωρεάν είτε στη χαμηλότερη δυνατή τιμή. Σπασμένα έπιπλα, πορτοπαράθυρα από παλιές οικοδομές, κυρίως δε χημικά υποκατάστατα του ξύλου τα οποία γίνονταν ανάρπαστα στα σουπερμάρκετ. Το αποτέλεσμα ήταν φοβερό για την ατμόσφαιρα της πόλης. Δηλητηριαζόταν η ανάσα σου, έτσουζαν τα μάτια σου απ’ την καμένη λαδομπογιά, από τα σωματίδια που αιωρούνταν. Λίγοι κυκλοφορούσαν έτσι κι αλλιώς κι ας είχαμε γιορτάρες μέρες. Αναρίθμητα καταστήματα είχαν κατεβάσει ρολά λόγω της κρίσης, οι εμπορικότεροι δρόμοι έμοιαζαν με ξεδοντιασμένα στόματα. Στο Σύνταγμα γίνονταν κάθε δεύτερη μέρα επεισόδια, διαδηλωτές συγκρούονταν με τα ΜΑΤ, μολότοφ διασταυρώνονταν με δακρυγόνα. Αγέλες «αγανακτισμένων πολιτών» προπηλάκιζαν «προσκυνημένους» πολιτικούς, τους πέταγαν αβγά και γιαούρτια, απαθανάτιζαν τα ανδραγαθήματά τους με τα κινητά, τα ανέβαζαν στο Διαδίκτυο και επιβραβεύονταν με μυριάδες λάικ.

Οποιος δεν στρατευόταν στον αντιμνημονιακό αγώνα χαρακτηριζόταν γερμανοτσολιάς, οι μισοί τουλάχιστον φίλοι του τού γύριζαν περιφρονητικά την πλάτη. Στο γύρισμα του χρόνου έμοιαζε να μάς περιμένει κάτι κοσμοϊστορικό. Οι μεν έτρεμαν την άτακτη χρεοκοπία, οι δε προσδοκούσαν τη λαϊκή επανάσταση, «το ένα δεν αποκλείει το άλλο» επεσήμαιναν οι πιο διαβασμένοι.

Ηταν ο χειμώνας του 2012. Πόσο μακρινός, πόσο θολός μάς φαίνεται σήμερα και ας μάς χωρίζει μόλις μια επταετία! Λες και συνέβαιναν όσα περιέγραψα σε μια προηγούμενη ζωή…

Οι άνθρωποι ξεχνούν. Ξεχνούν και εξιδανικεύουν. Εάν ρωτήσεις τους συμπατριώτες σου πώς περνούσαν πριν από τα Μνημόνια, οι πιο πολλοί θα σου περιγράψουν έναν παράδεισο, μιαν ευδαιμονική αφθονία. Κι όμως και τότε γκρίνιαζαν ότι ζορίζονταν πως οι ανάγκες τους δεν ικανοποιούνταν. «Υπάρχει καλύτερη Ελλάδα και τη θέλουμε!» ήταν το σύνθημα με το οποίο είχε σαρώσει ο Κώστας Καραμανλής στις εκλογές του 2004.

Εάν ρωτήσεις ποιοι αποθέωναν τον Γιάνη Βαρουφάκη, ποιοι απαιτούσαν να στηθούν στις πλατείες κρεμάλες, λιγοστοί θα σηκώσουν το χέρι τους. Οι υπόλοιποι έχουν λησμονήσει ειλικρινά το πάθος που απεδείχθη πλάνη.

Δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Οι σοβιετικοί πολίτες πανηγύρισαν έξαλλα την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Σήμερα νοσταλγούν τον Στάλιν. Ή προσκυνούν ως γνήσιο επίγονό του τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Ενα όχι αμελητέο ποσοστό των ψηφοφόρων του Μπαράκ Ομπάμα προτίμησε το 2016 τον Ντόναλντ Τραμπ. Δεν άντεχαν – λένε – τη Χίλαρι…

Το παρελθόν δεν μας διδάσκει; Οχι, διότι το αναπλάθουμε αέναα με βάση τις ανάγκες του παρόντος. Διότι το κόβουμε και το ράβουμε, το υγροποιούμε σε μορφή δακρύων και τελικά το εξαερώνουμε. Ισως να ‘ναι καλύτερα έτσι. Ισως αν είχε μνήμη ο άνθρωπος, να συντριβόταν υπό το βάρος της Ιστορίας.

Διάβασα έφηβος ένα διήγημα του Τσέχoφ, το οποίο μου έκανε συγκλονιστική εντύπωση. Θα το αναπλάσω όπως το θυμάμαι. Δηλαδή τελείως αυθαίρετα.

Ητανε – λέει – ένας γέρος που ‘χε φορτώσει στο έλκηθρο την άρρωστη γριά του και διέσχιζε την παγωμένη στέπα για να την πάει στον πλησιέστερο γιατρό. Το χιόνι έπεφτε πυκνότατο, ο αέρας ξύριζε, το ψοφάλογο αγκομαχούσε σέρνοντάς τους. Ο γέρος διαρκώς μουρμούριζε. Ελεεινολογούσε τα πενήντα χρόνια, τη ζωή του ολάκερη, που την είχε ξοδέψει σε έναν άχαρο γάμο. Εβριζε τη γριά που τον κατατυράννησε, τον στέγνωσε, του στέρησε κάθε απόλαυση. Εκείνη, η πάντοτε γκρινιάρα, δεν έβγαζε μιλιά.

Κάποια στιγμή – απορημένος για τη σιωπή της – την ξεσκέπασε. Και διαπίστωσε πως η γριά του είχε πεθάνει. Ακαριαία άλλαξε άρδην διάθεση. Αρχισε να ολοφύρεται, να τη θρηνεί γοερά, να υμνεί τις αρετές της. «Τι θα απογίνω δίχως την αγάπη μου;» κραύγαζε απελπισμένος.

Και το έλκηθρο εκεί, στη μέση του πουθενά, δεν ήξερε ποιο δρόμο να τραβήξει, ποιο πλέον το μπροστά και ποιο το πίσω. Ωσπου το χιόνι ξαφνικά σταμάτησε, φάνηκε ο ήλιος κι έγινε οδηγός του γέρου και του αλόγου και της νεκρής γριάς.

Αυτή είναι μάλλον η σχέση μας με τον χρόνο. Με το μέλλον μας, το οποίο μαγειρεύεται στον φούρνο του παρόντος με τα υλικά του παρελθόντος.

Καλή χρονιά!