Κορφιάς είναι το γερό καδρόνι στην κορυφή μιας επικλινούς στέγης. Χωρίς την αντοχή αυτού του υλικού δεν μπορεί να καθοριστεί ούτε η κλίση της στέγης ούτε το βάρος της ούτε οι ροπές που καταλήγουν στους τοίχους. Στο θέατρο οι κορφιάδες είναι οι ηθοποιοί που χωρίς να είναι πάντα οι ρολίστες στηρίζουν τους πρωταγωνιστές εξασφαλίζοντας ισορροπίες. Οι κορφιάτες ηθοποιοί έχουν και μια άλλη πολύ σημαντική συνεισφορά στη θεατρική επαγγελματική «ηθική»: μπορούν κάθε φορά να συνυπάρχουν με ρολίστες διαφορετικών σχολών, διαφορετικής αγωγής λόγου και σκηνικής συμπεριφοράς και διαφορετικής επαγγελματικής ιστορίας.
Ενας τέτοιος κορφιάς ήταν ο Γιώργος Μοσχίδης που μας άφησε πριν από λίγες μέρες για να μετακομίσει στον ουράνιο θίασο όπου σίγουρα θα βρει αμέσως τον ρόλο που έχουν εκεί ανάγκη.
Ο Μοσχίδης ξεκίνησε την καριέρα του εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν κάποτε οι μεγάλοι μαστόροι της σκηνής, στα Μπουλούκια. Η προίκα που κουβαλάει ένας ηθοποιός από την επαγγελματική αυτή μήτρα του ευρωπαϊκού θεάτρου είναι μια πείρα πολύτιμη. Ποικίλο ρεπερτόριο, αλλαγή έργου κάθε μέρα, παράσταση κάθε εβδομάδα σ’ άλλον τόπο και θεατές άλλης κουλτούρας κι άλλης ηθικής και ένας κώδικας υποκριτικής στηριγμένος στον αυτοσχεδιασμό και συχνά στην απρόοπτη ανταπόκριση του κοινού.
Θυμίζω πως από τα μπουλούκια ξεκίνησαν ο Βεάκης, ο Νέζερ, ο Φωτόπουλος, ο Χατζηχρήστος, η Σαπφώ Νοταρά αλλά και ο Αργυρόπουλος και όλη η οικογένεια Κοτοπούλη και Στρατηγού.
Ο Μοσχίδης αισθάνθηκε την ανάγκη να λάβει και οργανωμένη θεατρική εκπαίδευση και μαθήτευσε σε Σχολή της Θεσσαλονίκης. Καβαλιώτης εξάλλου γεννημένος το 1931.
Πριν μετάσχει σε θιάσους του κέντρου είχε ήδη συγκροτήσει το υποκριτικό του αλφάβητο που ήταν έως το τέλος μιας γόνιμης καριέρας αναγνωρίσιμο και συνάμα ζητούμενο, αφού η πρόσληψή του σ’ όποιο σχήμα είχε την εγγύηση της προσαρμογής. Γιος καπνεργάτη από την Καβάλα ο Μοσχίδης έφερε στην καλλιτεχνική αγορά τη συνείδηση του εργάτη που γνωρίζει να διεκδικεί αλλά συνάμα και να προσαρμόζεται στις ανάγκες διαφορετικών εργασιακών πειθαρχιών, στυλ και αισθητικών απαιτήσεων.
Ετσι εξηγείται πως ενώ ξεκίνησε την κεντρική του καριέρα στον θίασο Αρώνη – Μανωλίδου (δύο εκλεκτών μαθητριών του Ροντήρη), συνεργάστηκε με τη Λαμπέτη (μαθήτρια της Κοτοπούλη, αλλά αισθητική προτίμηση του Κουν) και έκανε τις πρώτες κρινόμενες από την επίσημη θεατρική αγορά ερμηνείες με το Θέατρο Τέχνης του Κουν.
Εκεί βρήκε το φιλικό και συναδελφικό του πάρισον στον Γιώργο Μιχαλακόπουλο που τους χάρισε μια μεγάλη πνευματική αλληλεγγύη και μια σκηνική συγγένεια ερμηνευτική που σημάδεψε παραδειγματικά τη θεατρική μας πρόσφατη ιστορία της υποκριτικής.
Ο Μοσχίδης λόγω ακριβώς του ακριβού κώδικα της περιοδεύουσας ηθικής της σκηνής βρήκε συχνά έδαφος να αναπτύξει τα προσόντα του αποκτημένα με εμμονές εμπειρίας στο Εθνικό Θέατρο, όταν μετά το 1955 άνοιξε τις πύλες του και στην αισθητική του Κουν, όχι αλλοιώνοντας αλλά συνθέτοντας με την παράδοση των Φώτου Πολίτη – Ροντήρη μια νέα σύνθεση όπου ο καλλιεργημένος λόγος έβρισκε έδαφος στη σημαίνουσα κίνηση, η λογική στο συναίσθημα. Σ’ αυτή τη σύνθεση ο Μοσχίδης έδωσε πείρα και πήρε διαβατήριο για το κλασικό ρεπερτόριο και τον Αριστοφάνη, όπου διέπρεψε.
Ετσι από τους «Ορνιθες» και τον «Αρθούρο Ούι» του Κουν προσαρμόστηκε άνετα στο θέατρο του παραλόγου παίζοντας «Ρινόκερω» του Ιονέσκο και τον «Ανθρωπο για όλες τις εποχές» δίπλα πάντα στον Μιχαλακόπουλο που ταίριαζαν τα χνώτα τους, το χιούμορ τους, μια σπάνια επικοινωνία στη σκηνή, όπου οι παύσεις, οι χειρονομίες, τα υπονοούμενα και η συνωμοσία με το κοινό δημιουργούσαν μια σπάνια εμπειρία.
Θα μείνει αξέχαστη η συνεργασία τους με τον Ευαγγελάτο στο δηλητηριώδες σε χιούμορ έργο του Παύλου Μάτεσι «Περιποιητής φυτών» στο Εθνικό.
Ο Μοσχίδης πάλι ως Πολώνιος στον «Αμλετ» στο «Αμφι-θέατρο» του Ευαγγελάτου ήταν έξοχος σε ένα μείγμα αφέλειας, κουτοπονηριάς, ίντριγκας και συντηρητικής γονεϊκής έγνοιας.
Το απόγειο της ιδιοφυούς υποκριτικής του Μοσχίδη ήταν όταν με σκηνοθέτη τον Μ. Βολανάκη έπαιξε με τον Μιχαλακόπουλο το τολμηρό και απολαυστικό «Κάτω από τη γέφυρα» όπου ενσάρκωναν δύο γκρινιάρηδες και συνάμα τρυφερούς ομοφυλόφιλους!
Χωρίς να είμαι ειδικός, ως θεατής απόλαυσα τον Μοσχίδη και στο σινεμά όπου ανάμεσα σε έργα ρουτίνας έπαιξε στο «Χάππυ Νταίη» και στον «Βενιζέλο» του Βούλγαρη, στον «Καβάφη» του Παπαστάθη, στη «Ρεβάνς» του Τάσιου και στην τηλεοπτική σειρά «Η αγάπη άργησε μια μέρα» του Κουτσομύτη.
Είχα τη χαρά ως πρόεδρος του Θεατρικού Μουσείου να τον τιμήσω με το βραβείο «Βεάκη» που μοιράστηκε με τον σταυραδελφό του Μιχαλακόπουλο. Με τον θάνατό του έλειψε ένας στέρεος κορφιάς από τον οίκο του Αισχύλου και του Αριστοφάνη και δυστυχώς δεν βλέπω διαδόχους.
Προσωπικά θα μου λείψουν οι συναντήσεις μας με τα σκυλιά μας στο Αλσος του Αγίου Χαραλάμπους στα Ιλίσια.