Η επιλογή της Μαρίνας Πατούλη να διεκδικήσει τον Δήμο Αμαρουσίου στις επόμενες δημοτικές εκλογές, η πρόθεσή της από πρώτη κυρία (αλλά και από αντιδήμαρχος Λυκόβρυσης – Πεύκης) να γίνει πρώτη γυναίκα δήμαρχος, αν συνέβαινε στον χώρο της δικαιωματικής Αριστεράς θα είχε γίνει δεκτή με αλαλαγμούς χαράς. Επιτέλους, μια πράξη χειραφέτησης, η γυναίκα ελεύθερη απ’ τον άντρα κι οι δύο «free» (για να μην ξαναπούμε ελεύθεροι, που υποδηλώνει σεξισμό) απ’ τον καπιταλισμό! Η πάλαι ποτέ Πατούλαινα γίνεται διαμιάς, με μια κίνηση ματ, κυρία Σταυράκη (όπως είναι το πατρικό όνομά της). Οσες ομνύουν στις έμφυλες ταυτότητες θα μπορούσαν να γράψουν μέχρι και διδακτορικό.

Αλλά το ίδιο περιστατικό θα μπορούσε άριστα να είναι σενάριο σαπουνόπερας α λα ελληνικά. Ενα φωσκολικό μελόδραμα, που ενσωματώνει στο μελό τα κωμικά στοιχεία που εμπεριέχει. Στην ουσία συντίθεται ως ιστορία συνωμοσίας. Το δημαρχιακό ζεύγος του Αμαρουσίου εκπονεί ένα σκοτεινό σχέδιο: αφού ο δήμαρχος καταφέρει να πάρει την έγκριση του κόμματός του για τη μεγάλη Περιφέρεια Αττικής, στην οποία πιθανότατα θα εκλεγεί, ευνοεί κρυφά τη διεκδίκηση του παλαιού δημαρχικού θώκου από τη σύζυγό του, προκειμένου να μείνει στην οικογένεια και το «δημοτικό μαγαζί».

Παρά τη δημόσια αποκήρυξη της επιλογής της Μαρίνας Πατούλη από τον σύζυγό της, Γιώργο, ο οποίος δήλωσε ότι θα ψηφίσει τον υποψήφιο Θεόδωρο Αμπατζόγλου στο Μαρούσι ως «συνέχεια της προσπάθειας που ξεκίνησε στο Μαρούσι το 2007», το νέο εκλογικό σύστημα απλής αναλογικής ευνοεί τους μοναχικούς καβαλάρηδες στους δήμους. Και η Μαρίνα Πατούλη (ή μήπως θα κατεβεί ως Μαρίνα Σταυράκη;) ελπίζει ότι θα βρίσκεται σε κάποιο επόμενο δημοτικό συμβούλιο, εκλεγμένη πλέον παράγων της επόμενης δημοτικής Αρχής.

Η ιστορία έχει ενδιαφέρον επειδή κεντρίζει διάφορα στερεότυπα. Κι αν δεν είναι εύκολο να την πάρουν όλοι στα σοβαρά, είναι επειδή είναι υπονομευμένη από το κιτς που τα προηγούμενα χρόνια περιέβαλλε τη δημόσια εικόνα του ζεύγους Πατούλη, όταν οι ρόλοι ήταν οι συνηθισμένοι: εκείνος ο πολιτικός ταγός της δημοτικής του επικράτειας κι εκείνη η βοηθητική στο πλάι του: η Πατούλαινα.

Κι όμως. Πριν αναδειχθεί σε ηγερία του κιτς, η Μαρίνα Πατούλη – Σταυράκη είχε μια πορεία σε λιγότερο προβεβλημένες περιοχές του μικροαστισμού. Κατάγεται από την Κρήτη αλλά γεννήθηκε στην προσφυγομάνα Νέα Σμύρνη. Μεγάλωσε στην Πεύκη, όπου εκτέθηκε για πρώτη φορά ως πολιτικός και όπου το 2014 εξελέγη πρώτη σε σταυρούς δημοτική σύμβουλος.

Με τον Γιώργο Πατούλη βρέθηκαν μαζί από νωρίς: τον είχε γνωρίσει στην Πάρο, σε διακοπές, όταν εκείνος ήταν φέρελπις και ανερχόμενος γιατρός κι εκείνη μόλις είχε τελειώσει το σχολείο. Σπούδασε φιλολογία κι έχει εργαστεί σκληρά, σε φροντιστήρια, αλλά και σε σχολεία, δημόσια και ιδιωτικά.

Επίσης είχε και συνεχίζει να έχει πολλή και έντονη κοινωνική δραστηριότητα, αφού συμμετέχει σε πληθώρα εκδηλώσεων: φιλανθρωπικών, οικολογικών, λογοτεχνικών. Ξέρει πάντως ότι τη νίκη τη δίνει η εικόνα, γι’ αυτό και φροντίζει να βρίσκεται στο πλάι του συζύγου της. Ετσι άλλωστε τη μάθαμε, αξεχώριστο δίδυμο. Εκτός από τις φωτογραφίσεις τους στο σαλόνι του σπιτιού τους, φωτογραφίζονται και στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Δήμου Αμαρουσίου: στο τέλος, μάλιστα, κλείνουν με τον ίδιο τελετουργικό τρόπο: το ζεύγος χορεύει μια ρούμπα. Τίποτα δεν πρέπει να αφήνεται στην τύχη του.

Η αλήθεια είναι ότι στο κιτς η οικογένεια Πατούλη εμβαπτίστηκε μέσω του κόσμου του ελληνικού lifestyle. Η φωτογράφιση της οικογένειας σε γυαλιστερό περιοδικό, την παλιά καλή εποχή που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα, ήταν η απόλυτη πρόκληση της λαϊκότητας. Οταν ο σοφιστικέ αριστερός, ο διανοούμενος (αλλά, κατά τη γνωστή ρήση του Κίμωνα Κουλούρη, περισσότερο «επινοούμενος»), φωτογραφιζόταν σε μίνιμαλ σαλόνια μπροστά σε τζάκια διατυμπανίζοντας την προχώ εμφάνιση και άνεση, οι Πατούληδες επανεφεύρισκαν τη λαϊκότητα στην αρένα: στο ψευδοεπίχρυσο κιτς περιβάλλον του οίκου τους.

Στη δήθεν κουλ παρουσία των πρώτων, το πατουλαίικο, σύσσωμο (με τη συμμετοχή γηραιάς μητέρας και νεαρού γόνου), υπεράσπιζε το ελληνικό όνειρο: χρυσοποίκιλτη επίπλωση, πολυέλαιοι, χλίδα και επίδειξη. Απέναντι στην υποκρισία και στο δήθεν, αυτοί εξέφραζαν τη βαθιά, την πραγματική Ελλάδα. Την άνοδο του μικροαστού, την κατάληψη των θεσμών από τον πραγματικό λαό.

Η «Μπάρμπι του Αμαρουσίου» μπορεί να χλευάστηκε, αλλά για το κοινό που την ανέδειξε, και την κράτησε ψηλά, ήταν πραγματικό είδωλο: το είδωλο μιας Ελλάδας που καταπιέστηκε, αλλά τα κατάφερε. Και έζησε καλά, μες στο χρυσάφι και στο ροζ. Και καταξιώθηκε με λεοπάρ αμφιέσεις, με τα σατέν και τα στρας της, σαν να είναι τιμώμενο πρόσωπο σε πρεμιέρα μπλοκ-μπάστερ του Μπόλιγουντ.

Αυτό το κιτς, όμως, δεν είναι το ελεγχόμενο, το υποταγμένο, αυτό που σε κοιμίζει. Αυτό το κιτς ενοχλεί. Διεγείρει. Προκαλεί. Είναι κόντρα. Και αμφίσημο – στα όρια του ανατρεπτικού. Γι’ αυτό άλλωστε κινητοποίησε αρνητικά τη φτηνιάρικη κριτική των οπαδών της ταξινομητικής αισθητικής και της ευκολίας. Τον Λαζόπουλο, π.χ., που δεν την άφηνε σε χλωρό κλαδί.

Ανοησίες. Η Πατούλαινα ήταν ρόλος. Η Μαρίνα Πατούλη τον έπαιξε καλά και ήρθε η ώρα της αναβάθμισης. Από την Πεύκη στο Μαρούσι. Οχι πλέον στο πλάι «του ανδρός της», αλλά μόνη της.

Δυστυχώς, τα στενά όρια της Ελλάδος δεν επιτρέπουν πολύ μεγαλύτερα πετάγματα. Το χρυσό και το ροζ του διακόσμου θα είναι πάντα Μπόλιγουντ. Αχ, η λάμψη του Χόλιγουντ θα είναι πάντα άπιαστο όνειρο.