Οι συνομιλητές του Πρωθυπουργού έλεγαν, πριν καν ξεκινήσει η συνταγματική αναθεώρηση, πως την έβλεπε – για να το πούμε με δικά του λόγια – ως την τέλεια ευκαιρία να γίνει εκείνος και το κόμμα του κάθε λέξη του Συντάγματος. Η τσιπρική επιθυμία έχει, βέβαια, διττή ερμηνεία. Η μια είναι αυτή που αρθρώνει επίσημα ο επιθυμών – μιας προοδευτικής μεταρρύθμισης με σαφές αριστερό πρόσημο. Η άλλη είναι εκείνη που φοβούνται τα αντιπολιτευόμενα κόμματα, μιας προσαρμογής του Συντάγματος στις συριζαϊκές σκοπιμότητες. Σχεδόν ενάμιση μήνα μετά την έναρξη της κοινοβουλευτικής συζήτησης για τις αλλαγές στον καταστατικό χάρτη της χώρας πού βρισκόμαστε; Εχουν, άραγε, κατανοήσει οι υπόλοιποι συμμετέχοντες στη διαδικασία πού αποσκοπούσε ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκινώντας την; Μια σύντομη αναδρομή σε όσα μέχρι τώρα έχουν ειπωθεί είναι κατατοπιστική.

Είχαν, ας πούμε, δίκιο οι της αντιπολίτευσης, μείζονος και ελάσσονος, όταν προεξοφλούσαν πως η κυβέρνηση αποπειράται να εργαλειοποιήσει ακόμη και τη συνταγματική αναθεώρηση ενόψει των εκλογών του 2019; Τα μέλη της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής – που δεν ανήκουν στη συμπολίτευση – δεν έχουν αναιρέσει την παραπάνω εκτίμησή τους. Παρ’ όλα αυτά, έχουν καταλήξει και σε ένα ακόμη συμπέρασμα: Οτι, όπως το θέτει κι ένας από αυτούς, «ο ΣΥΡΙΖΑ την αντιμετωπίζει ως έναν αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχανισμό για να τινάξει στον αέρα μια πραγματική αναθεώρηση του Συντάγματος».

Η πρωθυπουργική διάθεση να ξαναγράψει το Σύνταγμα έγινε εμφανής από τη μέρα που άνοιξε η αυλαία της διαδικασίας – την Τετάρτη 14 Νοεμβρίου – στην Ολομέλεια. Ο Αλέξης Τσίπρας από βήματος ανέφερε ότι μόνο οι προτάσεις του κόμματός του αποτελούν προοδευτική μεταρρύθμιση. Σήμερα, με την εμπειρία των συνεδριάσεων της επιτροπής συνταγματικής αναθεώρησης, οι βουλευτές της αντιπολίτευσης στοιχηματίζουν ότι τελικά μόνο 16 με 17 άρθρα, που εισηγείται ο ΣΥΡΙΖΑ να αλλάξουν, θα σταλούν στην αναθεωρητική Βουλή.

Στην πρώτη εκείνη μαραθώνια συζήτηση στην Ολομέλεια η πλειοψηφία απέρριψε και την εισήγηση των αντιπάλων της να διαρκέσουν οι εργασίες της σχετικής κοινοβουλευτικής επιτροπής περισσότερο από δύο μήνες. Το αντιπολιτευτικό επιχείρημα ήταν πως το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα είναι εξαιρετικά περιορισμένο για μια τόσο κρίσιμη για το πολίτευμα διαδικασία. Η άλλη πλευρά εξέλαβε την επιμονή των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ σε φαστ τρακ διαδικασία ως ένα πρώτο σημάδι της απουσίας συναινετικής διάθεσης εκ μέρους της συγκυβέρνησης.

Η πρεμιέρα. Μερικές μέρες αργότερα, στις 29 Νοεμβρίου, άρχισε τις εργασίες της η επιτροπή. Κι αυτή η πρεμιέρα δεν διέφερε. Την ώρα που τα μέλη της συζητούσαν το άρθρο 86 περί ευθύνης υπουργών, ο εισηγητής της κυβερνώσας Αριστεράς Γιώργος Κατρούγκαλος είπε πως πρέπει να προστεθεί σε αυτό η ερμηνευτική δήλωση που προτείνει το κόμμα του γιατί «θα δίνεται η δυνατότητα η Δικαιοσύνη να ερευνήσει προς τα πίσω, ουσιαστικά από το 2000 έως σήμερα, περιπτώσεις, όπου και αν υπάρχουν, οικονομικών σκανδάλων στα οποία εμπλέκονται υπουργοί». Η κίνηση, μικροπολιτικά μιλώντας, είχε λογική. Στήριζε τη δοκιμασμένη στρατηγική της αντίστιξης του ΣΥΡΙΖΑ με το «διεφθαρμένο παλαιοκομματικό σύστημα». Πολιτικά μιλώντας, ωστόσο, υπέσκαπτε οποιαδήποτε προσπάθεια συναίνεσης.

Ως απόδειξη της μη συναινετικής στάσης του ΣΥΡΙΖΑ οι γαλάζιοι επικαλούνται και την άρνηση των βουλευτών του να υιοθετήσουν τη μητσοτακική ιδέα, την οποία επανέλαβε στην επιτροπή ο γαλάζιος εισηγητής Κώστας Τασούλας, τα δύο μεγάλα κόμματα να συμφωνήσουν από κοινού να κριθούν αναθεωρητέα κάποια από τα άρθρα που προτείνει η ΝΔ και ορισμένα από εκείνα που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ετσι αυτά να αλλάξουν στην αναθεωρητική Βουλή με απλή πλειοψηφία. Η αξιωματική αντιπολίτευση έριξε τη συγκεκριμένη προσφορά στο τραπέζι αποβλέποντας στο να κριθούν αναθεωρητέα το 16, το 24 για το περιβάλλον και το 79 για τη δημοσιονομική ισορροπία.

Οι τελευταίες συνεδριάσεις. Η επιτροπή βρίσκεται σχεδόν στο τέλος της αποστολής της. Εχουν απομείνει μόλις τρεις συνεδριάσεις, οι οποίες έχουν προγραμματιστεί για τις 8, 9 και 10 Ιανουαρίου. Σε αυτές θα συζητηθούν τα άρθρα για τη Δικαιοσύνη, το 110 που αφορά την ίδια την αναθεωρητική διαδικασία και κάποιες μεταβατικές διατάξεις – που η ΝΔ εισηγείται την πλήρη κατάργησή τους με το αιτιολογικό ότι «είναι απολιθώματα». Αναφέρονται σε διατάξεις σαν κι αυτή που καθόριζε τις αρμοδιότητες του προσωρινού προέδρου της Δημοκρατίας Μιχαήλ Στασινόπουλου το 1974.

Η σύμπτωση. Η προθεσμία για να ολοκληρωθεί η διαδικασία είναι η 15η Ιανουαρίου. Κατά όχι και τόσο διαβολική σύμπτωση και μια άλλη συνταγματική αναθεώρηση πρέπει να τελειώσει εκείνη την ημέρα, αυτή που βρίσκεται σε εξέλιξη στα Σκόπια. Σύμφωνα, μάλιστα, με μια ευρέως διαδεδομένη στους κοινοβουλευτικούς διαδρόμους πεποίθηση, υπάρχει συσχετισμός μεταξύ των δύο. «Η κυβέρνηση ήθελε να έχει τελειώσει η δική μας συνταγματική αναθεώρηση πριν έρθει στη Βουλή η συμφωνία των Πρεσπών» σημειώνει έμπειρος κοινοβουλευτικός. Αν, παρεμπιπτόντως, ο χρόνος συζήτησης που έχει απομείνει φαντάζει λίγος για όσα άρθρα μένουν, αρκεί να αναλογιστεί κανείς το σχόλιο ενός μέλους της αρμόδιας επιτροπής. «Εχουμε συζητήσει πολύ περισσότερα σε πολύ λιγότερο χρονικό διάστημα».

Οσα έπονται, πάντως, δεν είναι αμελητέα. Γιατί στην ουσία τα κόμματα θα αντιπαρατεθούν για το κατά πόσο μπορεί η προτείνουσα Βουλή να δεσμεύσει την αναθεωρητική. Σύμφωνα με τους αντιπολιτευόμενους είναι πλέον εμφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιζητεί η παρούσα Βουλή όχι απλά να συμφωνήσει στα άρθρα που θα αναθεωρηθούν, αλλά να εξειδικεύσει και τις κατευθύνσεις προς τις οποίες θα αναθεωρηθούν.

Η κουβέντα ίσως φαίνεται υπερβολικά τεχνική, είναι όμως βαθύτατα πολιτική. Η συγκεκριμένη συριζαϊκή βούληση βρίσκει αντίθετη τόσο την αντιπολίτευση όσο και την πλειονότητα των συνταγματολόγων. Αιτία; Αμφισβητεί την «κυριαρχία» της αναθεωρητικής Βουλής. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι «πρόκειται για μια αντιδημοκρατική προσέγγιση, επειδή υπονομεύει την ισχύ της αναθεωρητικής Βουλής, η οποία έχει προκύψει μετά τη μεσολάβηση του λαϊκού παράγοντα», δηλαδή της κάλπης.

Ορισμένοι γαλάζιοι, μάλιστα, επισημαίνουν ότι είναι και «αντιφατική προσέγγιση, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ εισηγείται άρθρο που να προβλέπει τέσσερα διαφορετικά είδη δημοψηφισμάτων – για να αποκτήσει το Σύνταγμα αμεσοδημοκρατικό χαρακτήρα -, ενώ θέλει πάση θυσία να “πλάσει” τα άρθρα η παρούσα πλειοψηφία κι όχι εκείνη που θα έχει προκύψει από τη λαϊκή ετυμηγορία». Εκείνο που μοιάζει να αγνοεί, βέβαια, η εν λόγω στόχευση Μαξίμου και Κουμουνδούρου είναι πως η αναθεωρητική Βουλή όχι μόνο μπορεί να «πλάσει» το περιεχόμενο των άρθρων, αλλά και να αγνοήσει κάποια από αυτά που θα της στείλει η προτείνουσα. Υπάρχει εξάλλου, λένε γνώστες του θέματος, σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Ο πολιορκητικός κριός. Στην ανάλυση, λοιπόν, πηγών που συμμετέχουν στην επιτροπή το κυβερνών κόμμα με «πολιορκητικό κριό το 86 θέλει να εκπορθήσει το κάστρο μιας ουσιαστικής αναθεώρησης για δέκα χρόνια». Και ταυτόχρονα να αποκτήσει ένα σύνθημα για την προεκλογική περίοδο. «Να μπορούν να λένε ότι απέτρεψαν τη “φιλελευθεροποίηση” του Συντάγματος που προσδοκά η ΝΔ». Εξού και οι συριζαίοι της επιτροπής κατηγορούν τους νεοδημοκράτες πως εισηγούνται «θατσερικές αλλαγές».

Μόνο που ήδη αρκετοί από την αξιωματική αντιπολίτευση – καθώς και ο Βαγγέλης Βενιζέλος – μέσα στην επιτροπή, χρησιμοποιούν πια τη λέξη «στάθμιση». Το σκεπτικό τους είναι πως «η επόμενη Βουλή θα κληθεί, βλέποντας τα άρθρα που έχουν σταλεί, να αποφασίσει αν θα προχωρήσει σε μια αναθεώρηση τύπου 2008 ή θα προτιμήσει να καθυστερήσει δύο με τρία χρόνια η αλλαγή μερικών άρθρων σαν το 86, προκειμένου να μη χαθεί μια ακόμη δεκαετία για άλλα σαν το 16». Με απλά λόγια, θα σταθμίσει αν πρέπει να προχωρήσει σε μια περιορισμένη αναθεώρηση ή να «κάψει» τη διαδικασία που ξεκίνησε ο Τσίπρας.