Τις μέρες των γιορτών κάθε ηλεκτρονικό και έντυπο ειδησεογραφικό μέσο προτείνει στους αναγνώστες του βιβλία – διότι είναι και εποχή που κάνουμε δώρα και το βιβλίο ως γνωστόν είναι το καλύτερο τέτοιο. Πουθενά και ποτέ δεν έχω δει να προτείνονται βιβλία που έχουν σχέση με το ποδόσφαιρο. Οι κριτικοί των βιβλίων κι όσοι βιβλία προτείνουν ως ψαγμένοι αναγνώστες, κομμάτι τα σνομπάρουν αυτά που κυκλοφορούν στην Ελλάδα – κι όχι πάντα άδικα. Τα βιβλία αυτά, όταν δεν είναι συλλογές δημοσιογραφικών κειμένων, είναι συνήθως λευκώματα που αφορούν μεγάλα γεγονότα: οι κριτικοί κρίνουν πως το κοινό που έχει παρακολουθήσει τα γεγονότα για τα βιβλία αυτά, έχει ενημερωθεί. Στα αθλητικά μας βιβλία συγκαταλέγονται επίσης και πολλές αυτοβιογραφίες: το είδος είναι από τα πιο δύσκολα – οι κριτικοί δυσπιστούν για την αλήθειά τους. Φέτος υπάρχουν στα βιβλιοπωλεία δύο ενδιαφέρουσες εξαιρέσεις στον γενικό κανόνα. Το ένα είναι το βιβλίο του δημοσιογράφου Βασίλη Σαμπράκου για την κατάκτηση του Euro του 2004 που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος και έχει τίτλο «Εξηγώντας το Θαύμα». Το δεύτερο είναι το βιβλίο του άγγλου συγγραφέα Ντεϊβιντ Γουίνερ με τίτλο «Τόταλ Φούτμπολ, η Επανάσταση χρώματος Πορτοκαλί» (Εκδόσεις Διαύλος).

Δύσκολο

Είναι δύσκολο να γράψει κανείς βιβλία για ποδοσφαιριστές, πόσω μάλλον για ομάδες. Είναι πολύ εύκολο να πέσει σε δύο παγίδες: η πρώτη είναι να μετατρέψει την ιστορία σε ένα είδος αγιογραφίας και κατά συνέπεια να την κάνει βαρετή για τον αναγνώστη, και η δεύτερη να παρασυρθεί από την ίδια τη γοητεία των χρονολογιών και των όποιων ρεκόρ και να γράψει ένα βιβλίο που μοιάζει με μεγάλο ρεπορτάζ, δηλαδή βαρύ, στεγνό και σχεδόν άψυχο: ειδικά τα βιβλία που έχουν θέμα παλιούς έλληνες ποδοσφαιριστές, υπό αυτό το πρίσμα, χωρίς να είναι άψυχα ή άστοχα, κατρακυλούν στο ρετρό. Ενας σημαντικός λόγος είναι ότι πρόκειται για αφηγήματα των ίδιων των ποδοσφαιριστών στους δημοσιογράφους, που αντί να λειτουργήσουν ως συγγραφείς γίνονται απλοί συντάκτες. Ετσι, οι ωραιοποιημένες μνήμες σκοτώνουν το όποιο σασπένς, ενώ και η αναπαράσταση της εποχής δεν είναι πάντα φροντισμένη: συνήθως τα βιβλία αυτά «γράφονται» από πρώην ποδοσφαιριστές και προπονητές για να υποστηρίξουν τη δημόσια εικόνα τους και απευθύνονται σε όσους τους αντιμετωπίζουν ακόμα και σήμερα ως παιδικά είδωλα. Αυτό συμβαίνει με τις ωραίες κατά τα άλλα βιογραφίες του Νεστορίδη, του Κούδα, του Φυλακούρη αλλά και του Πελέ, του Μπέκαμ, του Πλατινί – για να περιοριστώ σε ό,τι κυκλοφορεί στα ελληνικά. Είναι βιβλία με καλή αφήγηση, αλλά χωρίς ίντριγκα. Τέτοια είναι και τα πιο πολλά βιβλία που κυκλοφόρησαν για το αποκαλούμενο «θαύμα 2004». Παρασυρμένοι από τη γοητεία του θαύματος οι συγγραφείς τους τα μετέτρεψαν σε χρονικά των πράξεων του εικονιζόμενου στο σκίτσο της Εφης Ξένου κυρίου Οθωνα Ρεχάγκελ – αν δεν έπεσαν στον πειρασμό της γελοιότητας να ασχολούνται με παράγοντες της ομοσπονδίας, που έπειτα από εκείνο το κατόρθωμα της Εθνικής έπαθαν ένα είδους παραληρηματικού de grande νομίζοντας ότι κέρδισαν το τρόπαιο οι ίδιοι.

Παγίδα

Ο Σαμπράκος, που ήξερε την παγίδα, την απέφυγε: εξού και ο τίτλος του βιβλίου. Εχοντας υπάρξει ρεπόρτερ της Εθνικής όλο εκείνο το διάστημα, ο συγγραφέας ξέρει τους ανθρώπους και εστιάζει στο τι πρόσφεραν, χωρίς να ξεπερνά το μέτρο. Συζητά με τους ποδοσφαιριστές, φιλτράρει όμως τα πράγματα και εξηγεί με ποδοσφαιρική γλώσσα το τι συνέβη – αναλύοντάς το και πάρα πολύ. Ετσι όσο το βιβλίο τρέχει, το θαύμα αποκτά εξήγηση και παύει να είναι θαύμα: το βιβλίο είναι ένας τσελεμεντές μιας ελληνικής επιτυχίας που βαφτίσαμε θαύμα για να μη νιώσουμε ποτέ ότι έχουμε την ευθύνη της επανάληψής της. Αυτό βοήθησε και να την ξεχάσουμε γρήγορα: ποιος άλλωστε μπορεί να σε κατηγορήσει γιατί δεν κάνεις θαύματα;

Σύνδεση

Οι βιογραφίες θα είχαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αν κανείς επιχειρούσε να τις γράψει συνδέοντας το κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης με την περιρρέουσα κοινωνική πραγματικότητα: για παράδειγμα, θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα η βιογραφία του Δεληκάρη σε συνδυασμό με την πτώση της χούντας και την έλευση της Μεταπολίτευσης – μιας εποχής που το ποδόσφαιρο αντιμετωπίζονταν ως μιαρό και ύποπτο. Ενα τέτοιο ενδιαφέρον βιβλίο, όμως ημιτελές και λίγο ανισόβαρο, είναι το «Η νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι» του Διονύση Χαριτόπουλου, όπου μπλέκονται τα κατορθώματα του προπονητή με τις περιπέτειες του ίδιου του Πειραιά που ζει χρόνια παρακμής. Το βιβλίο του Ντέιβιντ Γουίνερ, (που στα αγγλικά έχει τον τίτλο «Brilliant Orange. The neurotic genius of dutch football») είναι το είδος του βιβλίου που σου εξηγεί ότι τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά του ποδοσφαίρου που μια ομάδα παίζει, διαμορφώνονται από την κοινωνική πραγματικότητα. Το βιβλίο δεν καταγράφει την ιστορία της προόδου των Ολλανδών τη δεκαετία του ’70 όπως κάποιος θα πίστευε: ο συγγραφέας μέσα από πολλές μικρές ιστορίες περιγράφει τη νοοτροπία, την τρέλα και τη διαφορετικότητα των Ολλανδών. Το κάνει τόσο ωραία, που σχεδόν με τρομάζει η σκέψη για το τι θα έγραφε για την Ελλάδα έτσι και του περνούσε από το μυαλό να καταπιαστεί με το ποδόσφαιρό της.

Ζωντανά

Αν σας ενδιαφέρει το ποδόσφαιρο, ρίξτε μια ματιά και στα δυο ολότελα διαφορετικά, αλλά ιδιαίτερα ζωντανά βιβλία. Επειδή διαρκώς με ρωτάτε, δύσκολα θα γράψω ποτέ ένα βιβλίο με θέμα το ποδόσφαιρο ή έναν ποδοσφαιριστή ή οτιδήποτε ανάλογο: νομίζω πως η πραγματικότητα δίνει λαβές και έμπνευση για κείμενα δημοσιογραφικά, δηλαδή εφήμερα και αυτόνομα. Μπορεί όμως μέσα στο 2019 να γράψω ένα αστυνομικό – κέφι να υπάρχει…