«Εριξα ένα μπούμερανγκ πριν από μερικούς μήνες. Και τώρα ζω σε διαρκή φόβο». Το αστείο του αμερικανού κωμικού ταιριάζει τέλεια στην περίπτωσή μας. Από μπούμερανγκ ήταν γεμάτο το 2018. Καταστάσεις που ξέσπασαν αλλά δεν έχουν εκτονωθεί, πολιτικές που ανακοινώθηκαν και τώρα παρακολουθούμε την υλοποίησή τους καθώς και τις αντιδράσεις που προκάλεσαν, αποφάσεις που ελήφθησαν και τώρα ζούμε στα απόνερά τους.

Το 2018 ήταν η χρονιά με την οποία έκλεισε μία δεκαετία μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Στην Ευρώπη αυτό το πληρώνουμε με την άνοδο των λαϊκιστικών κομμάτων που δείχνουν να αυξάνουν εντυπωσιακά την εκλογική τους δύναμη. Μια πρώην περιθωριακή δύναμη την οποία πλέον στηρίζει στις κάλπες ένας στους τέσσερις ευρωπαίους ψηφοφόρους. Τα παραδείγματα της Ιταλίας, της Ουγγαρίας και της Σουηδίας ήταν ενδεικτικά φέτος. Φθάνει να σκεφθούμε ότι το 2019, εκτός από τις ευρωεκλογές, έχουμε εθνικές εκλογές σε οκτώ χώρες της ΕΕ για να κατανοήσουμε πως στη διάρκεια της επόμενης χρονιάς θα αλλάξει πολύ περισσότερο και ίσως πολύ πιο ριζικά ο κόσμος που ξέρουμε. Αυτή τη στιγμή σε 14 από τις 28 χώρες της ΕΕ υπάρχουν πλέον κυβερνήσεις μειοψηφίας. Η κρίση των παραδοσιακών κομμάτων είναι και κρίση της πολιτικής;

Το 2018 ξαναγράφτηκε ο βασικός κανόνας της αμερικανικής πολιτικής. Οτι, δηλαδή, η πολιτική είναι τοπική υπόθεση. Μέσα στην πόλωση της προεδρίας Τραμπ αποδείχθηκε ότι οι ψηφοφόροι προσήλθαν στις κάλπες για να εκλέξουν βουλευτές, γερουσιαστές και κυβερνήτες έχοντας περισσότερο στο μυαλό τους τα τεκταινόμενα στην Ουάσιγκτον και λιγότερο στην πολιτεία τους. Οι Δημοκρατικοί απέκτησαν και πάλι τον έλεγχο της Βουλής, ένα σημαντικό βήμα για να αποκρούσουν τις νομοθετικές διαθέσεις του προέδρου Τραμπ, πιο σημαντική όμως ήταν η ανάλυση της ψηφοφορίας: τα 2/3 των ψηφοφόρων ηλικίας 18-29 ετών ψήφισαν Δημοκρατικούς, το καλύτερο ποσοστό των τελευταίων τριών δεκαετιών. Αυτό δημιουργεί προσδοκίες για την προεδρική μάχη του 2020, που θα ξεκινήσει μέσα στην επόμενη χρονιά.

Τα μπούμερανγκ που ρίχθηκαν το 2018 ήταν πολλά. Θα επιστρέψουν. Αλλά ας μη ζούμε σε διαρκή φόβο.

Το Μεταναστευτικό και οι ακροδεξιές φωνές

Αποδείχθηκε παντού. Σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις που έγιναν το 2018 στην Ευρώπη: από τη Σουηδία έως την Ιταλία και τη Γερμανία, την Ουγγαρία, τη Σερβία, την Αυστρία αλλά και τις υπόλοιπες χώρες. Το κυρίαρχο ζήτημα που απασχολεί τους πολίτες αυτή τη στιγμή στις ευρωπαϊκές χώρες είναι το Μεταναστευτικό. Και αυτό καθορίζει το αποτέλεσμα της κάλπης σε μεγάλο βαθμό. Στην Ιταλία έφερε στην κυβέρνηση τον συνασπισμό του Κινήματος των 5 Αστέρων και της ακροδεξιάς Λέγκας, με τον υπουργό Εσωτερικών Ματέο Σαλβίνι να δίνει έναν ξενοφοβικό τόνο που τείνουν να υιοθετήσουν όλο και περισσότερα λαϊκιστικά κόμματα ανά τη Γηραιά Ηπειρο. Ακόμα και στη Σουηδία, μοντέλο κράτους πρόνοιας και κοινωνικής συνοχής, χώρα που θεωρούνταν «ηθική υπερδύναμη», το ακροδεξιό κόμμα πήρε για πρώτη φορά τόσο μεγάλο ποσοστό, ώστε έκανε αδύνατο τον σχηματισμό κυβέρνησης επί τέσσερις μήνες – έως και σήμερα. Ολα αυτά οδήγησαν ακόμα και στην εμφάνιση, για πρώτη φορά μετά τον Φράνκο, ενός ακροδεξιού κόμματος στην Ισπανία που πήρε αρκετές έδρες στις τοπικές εκλογές της Ανδαλουσίας και προβλέπεται να κάνει εντυπωσιακή εμφάνιση στις ευρωεκλογές. Οσο οι κυβερνήσεις της ΕΕ δεν βρίσκουν κοινή γλώσσα για μια βιώσιμη λύση του Μεταναστευτικού τόσο οι ακραίες φωνές θα βρίσκουν ευήκοα ώτα. Οι ευρωεκλογές πλησιάζουν. Οι εκπλήξεις ας μην αποκλείονται.

Το Brexit και το επερχόμενο χάος

Δεν έχει μείνει πολύς χρόνος. Τρεις μήνες. Μέχρι τις 29 Μαρτίου 2019, που είναι και η επίσημη ημερομηνία αποχώρησης της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Το 2018 ήταν ένας χρόνος εντατικών διαπραγματεύσεων, πολλών πηγαινέλα και πολλών απειλών προς την ηγεσία της πρωθυπουργού Τερίζα Μέι που κατέληξαν σε συμφωνία μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών. Μια συμφωνία όμως που δεν ευχαρίστησε καθόλου ένα μεγάλο κομμάτι της βρετανικής πολιτικής – για διαφορετικούς λόγους. Η εσωτερική εξέγερση στους Τόρις εκφράστηκε με ψήφο δυσπιστίας προς τη Μέι, η οποία όμως δεν πέρασε από το Κοινοβούλιο, ενώ οι Εργατικοί που θα ήθελαν πρόωρες εκλογές ισχυρίζονται πως εκείνοι μπορεί να επιτύχουν μια καλύτερη αναδιαπραγμάτευση – κι ας έχουν απορρίψει οποιαδήποτε τέτοια πιθανότητα επανειλημμένα ανώτατοι αξιωματούχοι της ΕΕ, μέχρι και ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν – Κλοντ Γιούνκερ. Η ψηφοφορία για την επικύρωση της συμφωνίας στο βρετανικό Κοινοβούλιο αναβλήθηκε και θα γίνει έως τα μέσα Ιανουαρίου. Είτε με τη συμφωνία είτε χωρίς, η Βρετανία προετοιμάζεται για την αποχώρησή της. Αν και οι ειδικοί προειδοποιούν πως κανείς – και κυρίως η οικονομία της – δεν θα είναι επαρκώς προετοιμασμένος για ένα σκληρό Brexit χωρίς όρους που να έχουν συμφωνηθεί. Κάποιοι προβλέπουν χάος. Ο αστροφυσικός Στίβεν Χόκινγκ το είχε πει ακριβώς: «Ασχολούμαι με δύσκολα μαθηματικά ζητήματα καθημερινά, αλλά σας παρακαλώ μη με ρωτάτε για το Brexit!».

Ο Τραμπ κάνει πόλεμο με όλους και όλα

Δεν είναι ότι ο ένας μετά τον άλλον τον εγκαταλείπουν οι στενότεροι συνεργάτες του, δεν είναι ότι κατέβασε τα ρολά της ομοσπονδιακής κυβέρνησης αφήνοντας απλήρωτους εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους χριστουγεννιάτικα – ανεβάζοντας τις δύσκολες αυτές ώρες βίντεο από σκετσάκια που είχε κάνει παλιότερα στην τηλεόραση τραγουδώντας για την αγροτιά – και δεν είναι ότι είπε σε ένα παιδάκι πως δεν υπάρχει Αγιος Βασίλης, στο πλαίσιο των εορταστικών ευχών. Δεν είναι ότι αποφάσισε παρά τις αντίθετες συμβουλές την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία, δεν είναι ότι έρχεται σε όλο και μεγαλύτερη αντιπαράθεση με την Κίνα που αγγίζει τα όρια εμπορικού πολέμου, ούτε ότι κατάφερε να φθάσουν οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Ευρώπη στο χειρότερο σημείο των τελευταίων δεκαετιών. Δεν είναι καν ότι θέλει να φτιαχθεί ένα κρατικό τηλεοπτικό κανάλι αφιερωμένο αποκλειστικά σε εκείνον. Ο Ντόναλντ Τραμπ κάνει πόλεμο με όλους και όλα. Η εκλογή του, αυτό το «ατύχημα της Ιστορίας» όπως το χαρακτήρισε ο Χένρι Κίσινγκερ, έφερε τα πάνω κάτω διεθνώς. Τα όσα δρομολόγησε τη χρονιά που φεύγει θα τα βρούμε μπροστά μας τη χρονιά που έρχεται: εκφραστής ενός κύματος λαϊκισμού που σαρώνει την καθεστηκυία τάξη σε όλα τα μήκη και τα πλάτη, αγνοεί το savoir faire της πολιτικής ζωής και αποφασίζει παρορμητικά χωρίς να νοιάζεται. Οι μετανάστες, η Συρία, οι εμπορικές σχέσεις, το ΝΑΤΟ, η Ευρώπη, η Κίνα, η Ρωσία, τα πυρηνικά, το περιβάλλον – για όλα θα κρατάμε την αναπνοή μας και το 2019.

Τι Γερμανία θα αφήσει πίσω η Μέρκελ;

Ηταν η χρονιά που χτύπησε το καμπανάκι εξόδου για την Ανγκελα Μέρκελ. Μια σειρά από ήττες για το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα σε κρατίδια της Γερμανίας, συγκρούσεις με τον βαυαρό σύμμαχό της, άνοδος της ξενοφοβικής Εναλλακτικής για τη Γερμανία, που εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση στην πολιτική των ανοιχτών θυρών της καγκελαρίου για το ένα εκατομμύριο πρόσφυγες, όλα αυτά συνέθεσαν ένα ζοφερό σκηνικό για τη Μέρκελ, η οποία έπειτα από 18 χρόνια στο τιμόνι των Χριστιανοδημοκρατών, φέτος παραιτήθηκε. Το σημείο καμπής ήταν τα αρνητικά ποσοστά στις τοπικές εκλογές στη Βαυαρία και την Εσση. Πολλά στελέχη ξεσηκώθηκαν και η παραίτηση είχε στόχο να ηρεμήσει το κλίμα. Το κόμμα, για πρώτη φορά, επέλεξε τον επόμενο ηγέτη όχι σε κάποια δωμάτια συσκέψεων αλλά με ψηφοφορία των μελών. Νικήτρια αναδείχθηκε η 56χρονη Ανεγκρέτ Κραμπ – Καρενμπάουερ επιδεικνύοντας μια πιο αυστηρή στάση απέναντι στη μετανάστευση και δίνοντας έμφαση στις συντηρητικές ρίζες του κόμματος. Το ερώτημα τώρα είναι εάν θα παραμείνει η Ανγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία έως το 2021, οπότε και ολοκληρώνεται η θητεία της. Εχει δηλώσει ότι δεν θα ξαναδιεκδικήσει το αξίωμα που κατέχει από το 2005. Τα σενάρια είναι πολλά, αλλά το σίγουρο είναι πως κάτι αλλάζει στη Γερμανία. Η σταθερότητα (ακόμα και μονοτονία) της γερμανικής πολιτικής φαίνεται ότι φθάνει στο τέλος της. Η σταδιακή αποδυνάμωση των κεντρώων κομμάτων ενισχύει την πόλωση και τον κατακερματισμό του εκλογικού σώματος. Η Ανγκελα Μέρκελ βέβαια έχει αποδειχθεί μετρ της πολιτικής επιβίωσης. Το ερώτημα είναι τι Γερμανία θα αφήσει πίσω της.