Ολα ξεκίνησαν στο «μικρό υποβρύχιο» της Ιερουσαλήμ, «που ήταν γεμάτο με βιβλία γραμμένα σε δεκαέξι γλώσσες», όσες δηλαδή ισχυριζόταν ότι μπορούσε να διαβάζει ο πατέρας του, που είχε φτάσει στην Παλαιστίνη από το Βίλνιους της Λιθουανίας. «Ενα μικρό ισόγειο σπιτάκι των δύο δωματίων, κτισμένο με την γκρίζα γυαλιστερή πέτρα της Ιερουσαλήμ σε μια συνοικία που κάποτε ήταν γεμάτη πρόσφυγες από την Ευρώπη…» θυμόταν ο Ανταίος Χρυσοστομίδης για τον συγγραφέα και φίλο του με τον οποίο ξεκίνησε η σειρά συνεντεύξεων «Οι κεραίες της εποχής μας» (στο «Οι κεραίες της εποχής μου Ι», εκδ. Καστανιώτη, 2012). Το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Aμος Οζ το 1939 (ως Aμος Κλάουσνερ) θα γινόταν αργότερα σκηνικό ενός από τα πλέον δημοφιλή βιβλία του, της «Ιστορίας αγάπης και σκότους» (2004), αλλά και το μέρος στο οποίο αυτοκτόνησε η μητέρα του Φάνια.

Το δικό της όνομα θα πάρει η μεγαλύτερη κόρη του, η ιστορικός Φάνια Οζ – Ζάλτσμπεργκερ, με την οποία ο συγγραφέας που θα γινόταν μία από τις «φωνές της ισραηλινής συνείδησης» συνυπογράφει το βιβλίο «Οι Εβραίοι και οι λέξεις» (2014). Σε αυτό ο πατέρας και η κόρη – διόλου τυχαία, μία από τις σχέσεις που «στοιχειώνουν» συγγραφικά τον Οζ – διατρέχουν όλο το φάσμα της ιστορίας, για να καταλήξουν ότι η εβραϊκή συνέχεια δεν βασίζεται σε τόπους, μνημεία, ηρωικές μορφές ή τελετουργίες, αλλά στις λέξεις και στον «πόλεμο των γενεών»: «Οι Εβραίοι έχουν αποκτήσει μια μακρά κληρονομιά γέλιου, παρακείμενη στην επίσης μακρά κληρονομιά δακρύων. Η αδιαμφισβήτητη εβραϊκή παράδοση γλυκόπικρης αυτοκριτικής, που συχνά φτάνει στο σημείο της αυτομαστίγωσης, έχει αποδειχθεί πραγματικά αξιόπιστο εργαλείο επιβίωσης μέσα σ’ έναν εχθρικό κόσμο. Και μιας και το γέλιο, το κλάμα και η αυτοκριτική είναι πάντοτε εκφάνσεις λεκτικές, βρήκαν εύκολα τον δρόμο τους μέσα στο πανάρχαιο εβραϊκό έθος της αμφισβήτησης των πάντων και της διαφωνίας με τους πάντες: με τον εαυτό, τους φίλους, τους εχθρούς, πολύ συχνά και με τον ίδιο τον Θεό».

συμφιλίωση και συνύπαρξη. Ο Aμος Οζ ήταν ο αμφισβητίας των στερεοτύπων. Στα βιβλία του οι αναγνώστες συμφιλιώνονται με μια εικόνα του Ισραήλ χωρίς βεβαιότητες (παρά μόνο την αιωνιότητα του αγέρωχου τοπίου), τη δυνατότητα συμφιλίωσης και συνύπαρξης με τους «απέναντι». Υποστηρικτής από την αρχή των δύο ξεχωριστών κρατών, αποτελούσε μαζί με τους Αβραάμ Γεοσούα και Νταβίντ Γκρόσμαν την προοδευτική «τριάδα των ειρηνιστών», στόχο συχνά των εθνικιστών συμπατριωτών τους (αλλά και των ακραίων της Χαμάς). Σε ομιλία του, στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, τον Μάρτιο του 2006 (την οποία και πάλι θυμίζει ο Α. Χρυσοστομίδης στο κείμενό του) ο Οζ θα πει: «Η σύγκρουση Ισραηλινών και Παλαιστινίων είναι μια σύγκρουση του δίκαιου με το δίκαιο. Εχουν και οι δύο πλευρές το δικό τους δίκιο. Οι Παλαιστίνιοι ζουν εδώ επειδή αυτή είναι η πατρίδα τους. Και οι Ισραηλινοί αγωνίζονται να ζήσουν εδώ γιατί αυτή είναι η μόνη πατρίδα που τους έχει επιτραπεί να έχουν».

Ο Οζ είναι ένας συγγραφέας πολιτικοποιημένος, επειδή στα έργα του το προσωπικό είναι το πολιτικό. Η μεγάλη ιστορία – η ίδρυση του ισραηλινού κράτους και όχι το Ολοκαύτωμα, παρεμπιπτόντως – εισέρχεται στις σελίδες του παρασέρνοντας το αίσθημα ασφάλειας των ηρώων. Να πώς περιέγραφε ο ίδιος την ανακάλυψη του καινούριου του εαυτού κατά την ενηλικίωσή του στον Ντέιβιντ Ρέμνικ, διευθυντή σήμερα του «New Yorker», όταν συναντήθηκαν το 2004 στο Ισραήλ: «Ενιωθα σαν τον Τομ Σόγερ ή τον Χάκλμπερι Φιν της ιστορίας. Ηταν σαν να έπλεα μόνος μου σε μια σχεδία στον Μισισιπή, μόνο που έπλεα σε ένα ποτάμι από βιβλία, λέξεις, ιστορίες, αφηγήσεις, μυστικά και χωρισμούς» (David Remnick «Reporting», Picador, 2013).

Η αυτοβιογραφία και η εξομολόγηση είναι δύο κόσμοι χωριστά. Ο συγγραφέας δεν εξομολογείται, αλλά επινοεί. Και στη διαδικασία αυτή επικαλείται αναμνήσεις από τη γειτονιά του (τη συνοικία Κέρεμ Αβραάμ, εν προκειμένω), την οικογένειά του (ίσως η πιο προβεβλημένη θεματική του), το τοπίο της πατρίδας του, το κιμπούτς Χούλντα, όπου ο συγγραφέας έγινε αυτό που είναι από το 1954 ώς το 1968, οπότε λόγω του άσθματος του γιου του ο γιατρός υποχρέωσε την οικογένεια να καταφύγει στο ξηρό κλίμα της ερήμου, στην πόλη Αράντ.

ΔΥΤΙΚΗ ΟΧΘΗ ΚΑΙ ΕΠΟΙΚΙΣΜΟΣ. Ο Οζ ήταν ένας ειρηνιστής που ξεκίνησε από τον αριστερό σιωνισμό και συμμετείχε στον Πόλεμο των Εξι Ημερών το 1967. Σε αντίθεση με άλλα μέλη του φιλειρηνικού κινήματος, δεν ήταν αντίθετος με την κατασκευή του Τείχους στη Δυτική Οχθη, αλλά εξέφρασε τη διαφωνία του με την πολιτική του εποικισμού της Δυτικής Οχθης και της Λωρίδας της Γάζας. Ηταν από τους πρώτους που χαιρέτισαν τη συμφωνία του Οσλο και την έναρξη συνομιλιών με την PLO (Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης), χωρίς να εμπιστεύεται τον Γιάσερ Αραφάτ («Νομίζει ότι είναι ένα μείγμα Τσε Γκεβάρα και Σαλαντίν» έλεγε στον Ντ. Ρέμνικ). Το 2006 δεν καταδίκασε εξαρχής την επέμβαση του ισραηλινού στρατού στον Νότιο Λίβανο – όπως δεν το έκαναν ο Γκρόσμαν και ο Γεοσούα, πιστεύοντας ότι η επιθετική δύναμη σ’ εκείνη τη συγκυρία υπήρξε η Χεζμπολάχ. Λίγες ημέρες αργότερα, σε νέα ανακοίνωσή τους, οι τρεις θα καταγγείλουν ότι η ισραηλινή κυβέρνηση είχε μετατρέψει έναν αμυντικό πόλεμο σε επιθετικό. Ηταν η μάχη στην οποία σκοτώθηκε ο γιος του Γκρόσμαν. Οπως θα θυμίσει ο Α. Χρυσοστομίδης: Τη δεύτερη μέρα του πένθους οι δύο, ο Γεοσούα και ο Οζ, πήγαν να επισκεφθούν τον απαρηγόρητο φίλο τους. Τον βρήκαν σε κακά χάλια, να αναρωτιέται πώς θα συνεχίσει να ζει, πώς θα συνεχίσει να γράφει. Την απάντηση… του την έδωσε ο Οζ. «Συνεχίζοντας το βιβλίο που έχεις ήδη ξεκινήσει. Αυτό θα σε κρατήσει στη ζωή» (σ.σ: «Στο τέλος της γης»). Μιλούσε, όπως πάντα, ο συγγραφέας των 40 βιβλίων που θα μεταφραζόταν σε 45 γλώσσες. Το «παιδί των βιβλιοθηκών», όπως αποκαλούσε ο ίδιος τον εαυτό του.

Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει «Η γυναίκα που γνώρισα» (1993) και «Το μαύρο κουτί» (1994) από τον Ψυχογιό (μτφ. Μαρία Χωρεάνθη) και από τον Καστανιώτη, σε μεταφράσεις των Τόνιας Κοβαλένκο, Χρυσούλας Παπαδοπούλου, Θεόδωρου Τσαπακίδη, Ελένης Τσερεζόλε, Λουίζας Μιζάν, Ιακώβ Σιμπή, Μάγκυς Κοέν, οι εξής τίτλοι: «Το Ισραήλ, η Παλαιστίνη και η ειρήνη» (1997), «Ο Μιχαέλ μου» (1997), «Νύχτα στο Τελ Κένταρ» (1998), «Η ίδια θάλασσα» (2001), «Η αρχή της ιστορίας» (2001), «Σούμχι» (2002), «Ιστορία αγάπης και σκότους» (2004), «Κατά του φανατισμού» (2005), «Η τέλεια γαλήνη» (2007), «Η νύχτα του συγγραφέα» (2008), «Το μαύρο κουτί» (2010), «Εικόνες από τη ζωή στο χωριό» (2013), «Ιούδας» (2016), «Αγαπητοί ζηλωτές» (2018).

Ο ΧΑΡΟΛΝΤ ΜΠΛΟΥΜ ΣΤΑ “ΝΕΑ” ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΖ

«Πολέμησε ηρωικά στις απεγνωσμένες μάχες του Ισραήλ»

Στον «Δυτικό κανόνα» (εκδ. Gutenberg, μτφ. Κατερίνα Ταβαρτζόγλου, 2007) ο κορυφαίος κριτικός λογοτεχνίας Χάρολντ Μπλουμ (φωτογραφία) είχε συμπεριλάβει την «Τέλεια γαλήνη» (Καστανιώτης, μτφ. Λουίζα Μιζάν, 2007) του Αμος Οζ στο παράρτημα με τα καλύτερα έργα στην εβραϊκή γλώσσα, μαζί με εκείνα των Απελφελντ, Γκρόσμαν, Γεοσούα κ.ά. Στην ευρύτερη κριτικογραφία του, πάντως, έδινε μεγαλύτερη βαρύτητα στην «πολιτική φωνή» του συγγραφέα, με τον οποίο δήλωνε αλληλέγγυος. Τον αναζητήσαμε μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας μετά την είδηση του θανάτου του Οζ και μάς έστειλε το κείμενο που ακολουθεί:

«Γνώριζα τον Αμος Οζ κυρίως μέσω κοινών μας φίλων στην Ιερουσαλήμ. Και τον θεωρούσα πάντα σοφό, εύστοχο και καυστικό. Από το έργο του εκείνο που με συγκίνησε περισσότερο ήταν οι νουβέλες στο “The hill of evil counsel” (σ.σ.: συλλογή του 1976), καθώς και οι σκέψεις του για τον Αγκνον (σ.σ.: τον νομπελίστα συγγραφεά και ανανεωτή της εβραϊκής γλώσσας Σμούελ Γιόζεφ Αγκνον) και τον Θεό. Πολέμησε ηρωικά σε πολλές από τις πλέον απεγνωσμένες μάχες του Ισραήλ και πίστεψε με πάθος στην πιθανότητα ενός συμβιβασμού με τους Παλαιστινίους. Μου έκανε εντύπωση πάντοτε εκείνος ο ισχυρισμός του ότι δεν επρόκειτο για έναν θρησκευτικό πόλεμο, αλλά για μια διαμάχη γύρω από τη διεκδίκηση γης. Το Ισραήλ ζει σήμερα σκοτεινούς καιρούς, καθώς κυβερνάται από ένα τέρας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής σε ακόμη πιο σκοτεινούς, καθώς το δικό τους τέρας είναι πιο φρικτό. Θα ευχόμουν να πάρουν τη θέση του τόσο στο Ισραήλ όσο και στις ΗΠΑ σπουδαίες λογοτεχνικές προσωπικότητες, αν και δεν βλέπω πολλές».