Από τα νεανικά μου χρόνια με προβλημάτιζε το έντονο, σχεδόν παθολογικό ενδιαφέρον των ανθρώπων για τα θεατρικά, κινηματογραφικά, ραδιοφωνικά και εν τέλει τηλεοπτικά έργα που είχαν ως θέμα δικαστικές υποθέσεις, εγκλήματα και παθολογικούς χαρακτήρες συνήθως με ψυχολογικά προβλήματα. Οσα χρόνια ασχολούμαι επαγγελματικά με το θέατρο δεν θυμάμαι να απέτυχε εμπορικό έργο που είχε ως θέμα νομικά ενοχικές πράξεις και ιδιαιτέρως δικαστικά δρώμενα με ενόχους ή με άδικα κατηγορούμενους αθώους.
Σκέφτηκα πολλές φορές μήπως όλοι μας κουβαλάμε ενοχικά προβλήματα λόγω της κυρίαρχης θέσης που έχει στη συνείδησή μας το προπατορικό αμάρτημα και το στίγμα του Κάιν. Αλλά και στον αρχαίο, προ της επιρροής της Γραφής, κόσμο η παγίδα που έχουν στήσει οι θεοί στον Οιδίποδα και το φροϊδικό αργότερα οιδιπόδειο σύμπλεγμα θέτουν ωμά το ερώτημα μήπως ερχόμαστε στον κόσμο με μια ενδιάθετη ενοχή. Αλλά φοβάμαι ότι τραβάω μακριά, ενώ θέμα μου είναι το αναμφισβήτητο ενδιαφέρον του καθημερινού ανθρώπου, όπου γης, για το μυστήριο που κάνει τον άνθρωπο παραβάτη, συνειδητά ή ασυνείδητα και την πάγια εντύπωση πως η κοινωνία παράγει εγκληματικότητα.
Ο Αισχύλος στην «Ορέστεια» εγκαθιδρύοντας το δικαστήριο του Αρείου Πάγου για να δικάσει τον μητροκτόνο Ορέστη διά της Αθηνάς ορίζει πως το δικαστήριο αυτό δικάζοντας φόνο στηρίζεται σ’ έναν θεσμό που προβλέπει πως η ισορροπία στις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις επιτυγχάνεται είτε με την πειθώ είτε με τη βία, τη «νόμιμη» βία που ασκείται από τον νόμο.
Συχνά όμως χωρίς να θεωρούμε πως ο νόμος εθελοτυφλεί παίρνουμε «το δίκιο στα χέρια μας» και διά της αυτοδικίας επιβάλλουμε ό,τι νομίζουμε πως αποκαθιστά την ισορροπία στις ανθρώπινες σχέσεις. Εξάλλου ο αρχαίος ελληνικός μύθος από τα βάθη των αιώνων δέχεται πως η Δικαιοσύνη είναι τυφλή, παρ’ όλα αυτά κρατά ζυγό που κάθε διαταραχή της ισορροπίας των δίσκων του επιφέρει την τιμωρία του ενόχου.
Στα δύο μεγάλα, εκτός από τα άλλα θέματα, κείμενα της ανθρωπότητας, τη Γραφή και την «Ιλιάδα», η παραβατικότητα, η ενοχή και η τιμωρία κυριαρχούν. Εξάλλου και στον ελληνικό κόσμο και στον σημιτικό κόσμο η έννοια της ύβρεως, της παράβασης των κανόνων, είναι καταλυτική.
Ετσι, από τον Κάιν και τον Αγαμέμνονα, τον Οιδίποδα έως του Ρασκόλνικοφ και τον Βόιτσεκ, έως τον Κύριο Βερντού του Τσάπλιν, ο φόνος είναι κυρίαρχο θέμα της τέχνης όσο με τους φονικούς πολέμους είναι και η Ιστορία. Οταν στη βαθιά μυθική μνήμη της ανθρωπότητας κυριαρχεί ο φόνος του Κρόνου από τον γιο του Δία και ο φόνος του Αβελ από τον αδελφό του Κάιν, δεν είναι ανεξήγητο το ενδιαφέρον, σχεδόν το παθολογικό, του ανθρώπου να «χαίρεται» επί φονικών πράξεων. Εξάλλου υπάρχει έστω και ένα κείμενο της ιστορίας της λογοτεχνίας, του θεάτρου, του σινεμά που να εξαντλείται σε ανθρώπινες αποκλειστικά ειρηνικές και αθώες πράξεις; Τι πλήξη, Θεέ μου!! Αρα εξηγείται το άρρωστο ενδιαφέρον ακόμη και των παιδιών για βίαιες πράξεις, αίματα, φόνους, προδοσίες, απάτες..!!
Για μερικές λίγες δεκαετίες κάποιοι παιδοψυχολόγοι είχαν εισηγηθεί να απαγορευτούν τα παραμύθια στα μικρά παιδιά με βίαια θέματα, δράκους, θηριωδίες, απάτες, παγίδες και ανάλογα. Σήμερα έχει γίνει αποδεκτό από τους ειδικούς πως τα μακάβρια, ακόμη και τα ανθρωποφαγικά, θέματα λειτουργούν λυτρωτικά για τα παιδιά. Η Κοκκινοσκουφίτσα χρειάζεται τον λύκο της!!
Οι σκέψεις που προηγήθηκαν ξαναγεννήθηκαν στον νου μου βλέποντας το «Εγκλημα στο Οριάν Εξπρές» της Αγκαθα Κρίστι στο Θέατρο Κάτια Δανδουλάκη. Για όσους αγνοούν το μυθιστόρημα της μεγάλης εκείνης κυρίας της εγκληματικής λογοτεχνίας και βέβαια τη διασκευή του για το θέατρο από τον Κεν Λούντβιγκ δεν πρόκειται να αποκαλύψω τη λύση του προβλήματος.
Εχω διαπιστώσει πως κι όταν γνωρίζω από άλλες παραστάσεις ή την ανάγνωση τη λύση, αφήνομαι στη γοητεία μιας τεχνητής άγνοιας για να μπορέσω να εκπλαγώ σαν να είναι η πρώτη φορά της αποκάλυψης: όπως ακριβώς τα παιδιά «καμώνονται» τα έντρομα ακούγοντας για πολλοστή φορά το ίδιο παραμύθι με τα παθήματα του Κοντορεβυθούλη.
Η Αγκαθα Κρίστι είχε το χάρισμα να δημιουργεί περίπλοκες αγωνιώδεις καταστάσεις με συνεχώς μετακινούμενες υποψίες σε διάφορα πρόσωπα και να μας αφήνει άφωνους όταν τραβούσε το πανί που μας τύφλωνε και δεν βλέπαμε ό,τι ήταν πιθανόν εγκατεστημένο στον αμφιβληστροειδή μας!!
Στο αριστούργημά της που τώρα μπορούμε να το δούμε ως θεατρικό έργο το «έγκλημα» γίνεται σε ένα επιβατικό τρένο και στο βαγόνι της πρώτης θέσης. Ενα θύμα και εννέα ύποπτοι χωρίς άλλοθι. Εξάλλου τι άλλοθι μπορεί να έχει ένας που ταξιδεύει μ’ ένα τρένο κλεισμένος σ’ ένα βαγόνι; Κάθε κίνηση εδώ μετριέται με τα λεπτά της ώρας και την απόσταση από το κουπέ του θύματος. Πράγματα δύσκολα σταθμιζόμενα. Αν τώρα υπολογίσουμε πως ο συγγραφέας μάς παγιδεύει σε μια εκ των ενόντων αθωότητα, αφού σε κάθε ταξίδι πάντα δίπλα μας στην άλλη κουκέτα υπάρχει και κινείται ένας τελείως άγνωστός μας συνταξιδιώτης.
Η δαιμόνια Κρίστι δεν αφήνει χωρίς υπόνοιες ενοχής ούτε τον διευθυντή της εταιρείας του Οριάν Εξπρές που ταξιδεύει εκτάκτως. Το θύμα είναι μια σκοτεινή προσωπικότητα που εξαρχής δημιουργεί αρνητικές εντυπώσεις ακόμη και στον ανίδεο θεατή. Η ευφυΐα της Κρίστι βρίσκεται ακριβώς σ’ αυτή τη διαπίστωση. Το θύμα είναι δυσάρεστο και στους θεατές, άρα όχι μόνο οι επιβάτες, αλλά και ο μέσος θεατής θα ήθελε να τον βγάλει από τη μέση, όχι βέβαια με φόνο, αλλά με άρνηση αποδοχής. Η συγκλονιστική εξέλιξη πάντως θα δικαιώσει τον φόνο, τόσο ώστε να αποφευχθεί η τιμωρία του ενόχου…
Οχι, δεν είναι ηθικά απαράδεκτο το έργο ώστε να δικαιολογεί έναν φόνο, έστω και ενός απαίσιου παιδοκτόνου. Οι αμφιβολίες πάνω στις οποίες θα βρεθεί ο ανακριτής είναι τόσο θολές και αόριστες ώστε λειτουργεί λυτρωτικά η δίκαιη τιμωρία ενός ανόσιου τύπου. Τα έργα αυτά βέβαια στηρίζονται πάνω στη μαεστρία του συγγραφέα να παραπλανήσει τον θεατή έως το τέλος. Αλλά η δαιμόνια Κρίστι γνώριζε και τη μεγάλη λογοτεχνία και δημιουργούσε μέσα στην περίπλοκη υπόθεση χαρακτήρες με βάθος και όσον αφορά τη συμπεριφορά αλλά κυρίως τα κίνητρα.
Το «Εγκλημα» έχει έντεκα χαρακτήρες τελείως διαφορετικούς, μισοί και μισοί περίπου άντρες και γυναίκες, ταξικά διαφοροποιημένοι όσο και ηλικιακά και περιουσιακά. Κάθε μία από αυτές τις διαφορετικότητες δημιουργεί άλλες προϋποθέσεις δράσης και τρόπων δράσης.
Το έργο απέδωσε στα ελληνικά εύστοχα και με σαφήνεια η Ολυμπία Σκορδίλη. Ο Γιώργος Γαβαλάς στην πολυμήχανη σκηνή του θεάτρου δημιούργησε σκηνογραφικές εικόνες εξόχου κάλλους και πρακτικότητας. Η Ιωάννα Τσάμη έντυσε τον πολυμελή θίασο με υψηλού γούστου κοστούμια. Ο πάντα πολύτιμος Παυλόπουλος φώτισε με ύφος και μυστήριο. Ο Αντώνης Παπακωνσταντίνου έγραψε ατμοσφαιρική μουσική. Η διανομή είναι ποιότητας και κόστους (!) Εθνικού Θεάτρου.
Ο Τάκης Παπαματθαίου, ηθοποιός με πλαστικές ικανότητες κατόρθωσε να εξαφανίσει τις υπερβολές που συχνά καταφεύγει. Μπράβο. Η Ολγα Πολίτου μετέφερε στη σκηνή μια επαγγελματική σαφήνεια σ’ έναν δύσκολο ρόλο που παίζει στα «μεταξύ». Η πάντα έξοχη Τάνια Τρύπη βρήκε πάλι τον τρόπο να κάνει ένα τύπο χαρακτήρα με βάθος.
Η Ταμίλα Κουλίεβα που κατόρθωσε να υποτάξει χρόνια τώρα την ξενική της προφορά έκανε θαυμάσιο ρόλο παίζοντας μια γυναίκα με… ξενική προφορά. Δεν είναι εύκολο. Η Λένα Δροσάκη έχει σκηνική σαγήνη (δίχτυ σημαίνει η λέξη), κύρος και ουσία χωρίς φλυαρίες. Ο Αγγελος Μπούρας και ο Λ. Ζαμπετάκης λιτοί και ουσιαστικοί.
Ο Τάσος Χαλκιάς άκρον άωτον λιτότητας ύφους. Ο Αντώνης Καφετζόπουλος (στον σύντομο καίριο ρόλο του, μπράβο) αφοπλιστικά καίριος. Ο Δάνης Κατρανίδης (Πουαρό) ίσως ο καλύτερος Πουαρό που είδαμε στην Ελλάδα. Η Κάτια Δανδουλάκη κυρίαρχη παρουσία, ουσιώδης και πάντα σκηνικά γόησσα.