Σε όλη του τη ζωή φοβόταν ότι οι ιστορίες που έγραφε θα παρερμηνεύονταν και θα αποκτούσαν μια φήμη εντελώς αυτόνομη από τη δική του ζωή. Οτι ο «επίσημος» και θεσμικός Σάλιντζερ δεν θα είχε καμία ομοιότητα με τον πραγματικό – ένα «γκόλεμ» το οποίο ο ίδιος θα επανέφερε μόνο μέσω της γραφής. Γι’ αυτό και κατοχύρωσε μια μοναδική δυσπιστία απέναντι στους αμερικανούς δημοσιογράφους επιβάλλοντας την αυτοαπομόνωσή του επί πέντε δεκαετίες στη φάρμα του Κόρνις, στο Νιου Χαμσάιρ.
Αύριο συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννηση του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ (Τζερόμ Ντέιβιντ), ο οποίος – παρά το «μυστήριο» με το οποίο ταύτισε την τέχνη του – παραμένει ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς της αμερικανικής λογοτεχνίας. Εν μέρει ο 20ός αιώνας ήταν και ο δικός του αιώνας, καθώς στην προσωπική του ιστορία χώρεσαν η προβληματική της αναγνωρισιμότητας (συγγραφέας ή celebrity;), η διάχυση της τέχνης μέσω του Τύπου και των social media και η συντήρηση της λογοτεχνίας με το ακαδημαϊκό «λούστρο».
Τίποτε από αυτά δεν επιδίωξε ο αναχωρητής του Κορνίς, ο οποίος ήδη στη δεκαετία του 1950 στάθηκε η αφορμή ώστε εκατομμύρια αναγνώστες να έχουν την πρώτη επαφή με τη λογοτεχνία. Χάρη, φυσικά, στον Χόλντεν Κόλφιλντ και τον «Φύλακα στη σίκαλη» (εκδ. Επίκουρος, μτφ. Τζένη Μαστοράκη, 1978) ή, στη νεότερη μετάφραση, και πάλι της Τζένης Μαστοράκη, «Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης» (Γράμματα, 2014). Με τα λόγια του ίδιου του ήρωά του, ο Σάλιντζερ έμαθε τους αναγνώστες να διαβάζουν χωρίς ενοχές: «Το πιο καλύτερό μου εμένα είναι άμα το βιβλίο έχει τουλάχιστον και κάνα αστείο κάπου κάπου… Εκεί που παθαίνω χοντρά την πλάκα μου, είναι με κάνα βιβλίο, που μόλις το τελειώνεις, θα ‘θελες έτσι να ‘χες κολλητό σου το συγγραφέα που το ‘γραψε, και να τον παίρνεις και τηλέφωνο όποτε σου ΄ρθει». Ο Σάλιντζερ δεν επέτρεψε ποτέ ούτε τηλεφωνήματα ούτε οικειότητες. Και δεν δημοσιοποιούσε ποτέ τις σκέψεις του για το πώς πρέπει να διαβάζει κανείς τα έργα του, ύστερα από την ξαφνική φήμη του που τον συνέδεσε με τη γενιά των μπίτνικ. Σε πείσμα των εντυπώσεων, για παράδειγμα, σημειώνει ο Τόμας Σμιτ στη γερμανική εφημερίδα «Τσάιτ» («Zeit»), που φιλοξενεί αφιέρωμα στον Σάλιντζερ: «Είναι εκπληκτικό γι’ αυτόν τον συγγραφέα, στα έργα του οποίου πρωταγωνιστούν νέοι, ότι οι γονείς τους εμφανίζονται κάπου στο περιθώριο. Κανείς στον Σάλιντζερ δεν πολεμάει τον πατέρα, τον “νόμο” ή την τάξη των πραγμάτων. Καμία καταπίεση, κανένας εξευτελισμός, κανένα υφέρπον παράπονο. Με αυτή την έννοια, είναι ένας αντι-Κάφκα. Το σύμπαν του Σάλιντζερ οργανώνεται με άλλες, ηπιότερες δυνάμεις. Ακριβώς επειδή ο εαυτός δεν έχει τον σημαντικότερο ρόλο εκεί μέσα, έχει τις περισσότερες πιθανότητες να τα καταφέρει και να “ανθήσει”».
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΜΕ ΕΡΜΗΝΕΙΑ. Πώς ξεκίνησε, αλήθεια, όλη αυτή η «βιομηχανία του Σάλιντζερ», όπως τη χαρακτήρισε κάποτε ο κριτικός Τζορτζ Στάινερ; Με ένα γράμμα του 21χρονου τότε Τζερόμ προς έναν φίλο του, όπου ανέφερε ότι εργάζεται σε ένα «αυτοβιογραφικό» μυθιστόρημα. Τρεις δεκαετίες αργότερα, στη μοναδική συνέντευξη που έδωσε ποτέ – στη 16χρονη μαθήτρια Λυκείου Τζόις Μέιναρντ – ο συγγραφέας έλεγε: «Η παιδική μου ηλικία έμοιαζε αρκετά με του παιδιού στον “Φύλακα”». Οι συγγραφείς πάντοτε αυτοβιογραφούνται, ορίζει ο άτυπος κανόνας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χωρίζει άβυσσος τον Σάλιντζερ από τον Κόλφιλντ. Εκτός άλλων, ο πρώτος είναι ένας βετεράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (υπηρέτησε τη θητεία του από την D-Day ώς την πτώση του Βερολίνου) με μισοεβραϊκή, μισοκαθολική κουλτούρα. Αλλά όπως και ο ήρωάς του, ήταν κι αυτός αρχηγός στην ομάδα ξιφασκίας του γυμνασίου του. Για να περάσουμε, όμως, στην πιο σημαντική ομοιότητά τους, φαίνεται πως και ο Σάλιντζερ είχε βιώσει την έλλειψη στοργής μέσα σ’ έναν δυσνόητο κόσμο και τουλάχιστον μία ψυχολογική κατάρρευση μετά τον Πόλεμο. «Δεν προκαλεί, λοιπόν, έκπληξη», σχολιάζει ο Gish Jen στο «Α new literary history of America» (Belknap/ Harvard, 2009), «ότι οι αντιδράσεις του Χόλντεν δεν απηχούν μόνο την εφηβική αντάρα, αλλά και τους κλυδωνισμούς ενός βετεράνου κατά την επιστροφή του στην καθημερινότητα. Ο Χόλντεν μπορεί να είναι ένας επαναστάτης χωρίς αιτία, αλλά δεν είναι επαναστάτης χωρίς ερμηνεία: είναι εύκολο να διαβάσει κανείς τον θάνατο του αδερφού του ως πηγή του ανείπωτου τραύματος».
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ. Εκτός από τον «Φύλακα» (που συνολικά έχει πουλήσει πάνω από 60 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως) ο Σάλιντζερ είχε δημοσιεύσει ορισμένα διηγήματά του, σε ένα από τα οποία – «Τέλεια μέρα για μπανανόψαρα» («New Yorker», 1949) – εμφανίζεται για πρώτη φορά ο Seymour Glass, χαρακτήρας τον οποίο ξαναβρίσκουμε στα βιβλία «Φράνι και Ζούι» του 1961 (στα ελληνικά Επίκουρος, 1983, μτφ. Κώστας Αλάτσης και Καστανιώτης, 2012, μτφ. Αύγουστος Κορτώ) και «Ψηλή σηκώστε στέγη, ξυλουργοί. Σίμορ, συστατικά στοιχεία» το 1963 (εκδ. Καστανιώτη, 2010, μτφ. Αύγουστος Κορτώ). Από τα περίπου 35 διηγήματά του, άλλωστε, που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά, επέτρεψε να εκδοθούν όσα, κατά τη γνώμη του, μπορούσαν να αντέξουν στον χρόνο, στον τόμο «Εννέα ιστορίες» το 1953 (εκδ. Καστανιώτη, 2010, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης).
Παραμένει ένα μυστήριο
Ο Σάλιντζερ πέθανε στις 27 Ιανουαρίου του 2010 στο σπίτι του, στο Νιου Χαμσάιρ. Το μυστήριο γύρω από τον ίδιο διαρκεί ακόμη. Οπως σημείωνε η Τζένη Μαστοράκη για τη νέα μετάφραση του «Φύλακα» το 2014: «Ο Χόλντεν, ένας κυνηγός (ελέω καπέλου), έχει καταδικαστεί να παραδέρνει μέσα στον ασφυκτικό χρόνο ενός βιβλίου: δύο μέρες και τρεις νύχτες. Ο Σάλιντζερ, ένας κυνηγημένος, είχε καταδικαστεί να παραδέρνει μισόν αιώνα, μέρα – νύχτα, μέσα στους δικούς του τοίχους, που ποτέ δεν τον προστάτεψαν αρκετά…».