Τη Σάνγκρι Λα του ποδοσφαίρου ανακάλυψε ο Νίκος Νταμπίζας. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην Τότεναμ, τον Αγιαξ και τη Σταντάρ Λιέγης.

Με μικρό μπάτζετ για τα δεδομένα του Παναθηναϊκού, με ανάδειξη παικτών από τις ακαδημίες και με συγκεκριμένο πλάνο στις ανανεώσεις των συμβολαίων ο Νίκος Νταμπίζας ανεβαίνει βήμα βήμα την πυραμίδα με στόχο να φτάσει στην κορυφή της επιτυχίας. Ετσι τουλάχιστον πιστεύει ή δείχνει να πιστεύει ο ίδιος.

Κανείς δεν αμφιβάλλει πως ένας σύλλογος πρέπει να ζει σύμφωνα με τα έσοδά του. Να μη δημιουργεί μαύρες τρύπες που στο τέλος θα τον καταπιούν, να μην επενδύει στο μεσοκαλόκαιρο σε ακριβά «παλτά», να μην υπάρχει προστιθέμενη αξία στις αμοιβές των ποδοσφαιριστών.

Ο Νταμπίζας ωστόσο ξέχασε να αναφερθεί στο πιο σημαντικό κατά την ενημέρωση των εκπροσώπων του Τύπου. Στις προσωπικές φιλοδοξίες των νεαρών άσων.

Μπορεί σήμερα ο Χατζηγιοβάνης, ο Μπουζούκης και τα άλλα παιδιά που αναδείχθηκαν λόγω των έκτακτων συνθηκών που παρουσιάστηκαν στο πράσινο στρατόπεδο – κι ας λέει το αντίθετο ο Νταμπίζας – να δηλώνουν ικανοποιημένα με την υπάρχουσα κατάσταση.

Η καριέρα ενός ποδοσφαιριστή ωστόσο δεν διαρκεί τριάντα χρόνια. Οι ευκαιρίες είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού και τα χρήματα σίγουρα αποτελούν δέλεαρ. Ο Νταμπίζας πιθανόν να μείνει ενεός μπροστά σε μια εξέλιξη που θα ξεπερνά τα σχέδιά του. Να δει παίκτες που έδιναν όρκους αιώνιας πίστης να φεύγουν εν μια νυκτί και το εγχείρημά του να γκρεμίζεται σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Τότε θα αντιληφθεί με σκληρό τρόπο πως η σύγκριση μιας ομάδας με όσους γυμνάζονται στα γυμναστήρια, αφήνοντας αιχμές για τις ουσίες που παίρνουν, ήταν άστοχη. Γιατί μπορεί στον κόσμο του ποδοσφαίρου να υπάρχει η Τότεναμ που δεν έκανε καμία μεταγραφή, να υπάρχει ο Αγιαξ που προωθεί ταλέντα, υπάρχουν όμως και η Λίβερπουλ, η Μπαρτσελόνα και η Ρεάλ. Το ζήτημα δεν είναι τι θες να είσαι αλλά τι μπορείς να είσαι.