Δεν είναι τυχαίο που ο Δημήτρης Μαυρίκιος αναφέρει τον «Γυάλινο κόσμο» του Τενεσί Ουίλιαμς στο πρόγραμμα του «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» για το Εθνικό Θέατρο. Και οι δύο παραστάσεις που φέτος ήρθαν για να περάσουν στη νέα χρονιά θολώνουν τις διαχωριστικές γραμμές φανταστικού και πραγματικότητας επιτρέποντας μια κλεφτή ματιά στην άλλη πλευρά του καθρέφτη. Ο Δημήτρης Καραντζάς «κουρδίζει» τους δικούς του συντελεστές για να τοποθετήσουν οι ίδιοι τα σκηνικά αντικείμενα ανοίγοντας μια χαραμάδα στο ασυνείδητο του θεάτρου. Και ο Δ. Μαυρίκιος «συνδιαλέγεται» με τους πρωταγωνιστές του, όταν αυτοί εξεγείρονται για τα «επίπεδα» που πρέπει να αποδώσουν μέσα στο πιραντελικό σύμπαν των μεταμορφώσεων και της μίμησης.
Οι ηθοποιοί, λοιπόν. Αυτοί που μας προσφέρουν τις απαραίτητες δόσεις δεισιδαιμονίας μέσα στην άναρχη και αγεωμέτρητη πραγματικότητα. Εστω και μια στιγμή να νιώσεις ότι κονταροχτυπιούνται με έναν ρόλο καθόλου κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους, κέρδος θα είναι. Ισα ίσα: σε εποχές μινιμαλιστικών απαιτήσεων το θαύμα προκύπτει από την ανέχεια. Οι ηθοποιοί, λοιπόν. Πολλοί από τους οποίους εργάζονται για δεύτερο και τρίτο μεροκάματο από την εστίαση ώς τα θεματικά λούνα παρκ. Κι απόψε κάπου θα αυτοσχεδιάζουν για να μπορούν αύριο να διεκδικήσουν με αξιώσεις έναν ρόλο της προκοπής. Ηθοποιοί με πιστοποίηση που παίζουν δίπλα σε ανειδίκευτους, επειδή οι τελευταίοι κατάφεραν να κερδίσουν μία θέση στον θίασο με χαμηλή αμοιβή.
Υπήρχαν αρκετές στιγμές και στις δύο παραστάσεις για να περάσεις «απέναντι» – και σ’ αυτές δεν συμπεριλαμβάνεται η κριτική αποτίμηση. Στιγμές για να συμπονέσεις τους ηθοποιούς σου, οι οποίοι μπορεί στον πρώτο τους ρόλο να μην έχουν ιδέα τι παίζουν (ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο). Να έχουν κλάψει στην πολλοστή πρόβα επειδή προσεγγίζουν κι αυτοί – ως μαθητές, ως σκηνοθέτες του εαυτού τους; – τον χαρακτήρα που υποδύονται. Επειδή προσπαθούν να τον δικαιώσουν σε μια δίκη όπου όλα κρίνονται ερήμην. Να συνεχίζουν, πάντως, για να «αποτύχουν» καλύτερα, αφού έτσι θέλει ο Μπέκετ. Ή να εκνευριστείς με τους ηθοποιούς σου που αυτή τη φορά έμειναν στην ασφάλεια της μανιέρας. Αποστήθισαν τον ρόλο σαν να ήταν αυτή η μεγαλύτερη κατάκτηση του κειμένου, αλλά δεν έμειναν ούτε μία στιγμή μαζί του. Δεν ανακάλυψαν επαρκείς «λύσεις» από άλλα είδη κι έμειναν εκεί, να παίζουν μέσα στα λίγα τετραγωνικά που τους ορίζει η «παράδοση».
Είναι τότε που βρίσκει τη δίοδο, μέσα στο αγχολυτικό σκοτάδι της θεατρικής αίθουσας, η κριτική πολυτελείας που πάντοτε λογόκρινες: μήπως δεν είναι «αρκετά αρχάριοι», αφού το θέατρο στην πραγματικότητα δεν μαθαίνεται; Μήπως δεν έκοψαν τον εαυτό τους σε κομματάκια για να μετρήσουν σε ποιο ταιριάζει ο ρόλος και τι περισσεύει για την προσωπική βαλβίδα εκτόνωσης; Ακόμη κι αν μυρίζει φαρσοκωμωδία, απόψε όλοι αυτοσχεδιάζουμε σαν σκηνοθέτες της γνωμούλας για ένα παρασκήνιο εντελώς άγνωστο σ’ εμάς, όπου το πάνω χέρι έχει μάλλον η ανάγνωση, το θέατρο ιδεών, η αυτοεξάντληση και ο συλλογικός ιδρώτας. Εκεί όπου το θέατρο γίνεται πιο αδυσώπητο από την πραγματικότητα επιβάλλοντας τη δική του. Τι θέλετε περισσότερο: ρεαλισμό ή μαγεία; Επάγγελμα ή τέχνη;
Κάπου στο μέτρημα θα χαθούμε κι εμείς – ποιος είναι πραγματικός πάνω στη σκηνή και ποιος ηθοποιός στη ζωή του. Πόσοι ρόλοι, πόζες και στησίματα χωράνε στο μπουφόνικο θέατρο της καθημερινότητας, πόσοι πιραντελικοί ήρωες πέρασαν δίπλα μας χωρίς να το ψυχανεμιστούμε και πόσες ατάκες του Τ. Ουίλιαμς πήγαν στράφι μέσα σε δημόσιες υπηρεσίες. Ετσι κι αλλιώς, σ’ αυτή την εξίσωση, η πιο δύσκολη μεταβλητή δεν είναι ο ηθοποιός. Η σκηνοθεσία ξεκινά πάντα από την πλατεία.