Ανεβαίνει συχνά πια στη συμπρωτεύουσα ο Πρωθυπουργός. Σχεδόν δύο εβδομάδες μετά το Παλέ ντε Σπορ ξαναβρέθηκε εκεί για να εγκαινιάσει έναν σταθμό του μετρό. Η τσιπρική εμφάνιση είχε το γνωστό ρεπερτόριο. Χιουμοράκι για τον ΠΑΟΚ. Αριστερές κορόνες για το έργο που μοναδικός του ιδιοκτήτης είναι ο λαός. Πόζες με εργαζομένους που φορούσαν κίτρινα γιλέκα μπροστά στον φακό. Κουστωδία υπουργών για συνοδεία. Και φυσικά μπόλικη κατασκευασμένη πραγματικότητα. Λείπουν, είπε ο Τσίπρας, μόνο δύο πράγματα από το θεσσαλονικιώτικο μετρό, οι συρμοί και οι επιβάτες. Σε ελεύθερη απόδοση: το αγαπημένο μότο της πρώτη φορά Αριστεράς, «αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα», έχει εφαρμογή παντού – όχι μόνο στη ρητορική της πολιτικής αντιπαράθεσης. Οσα, δε, διατείνονται τα κόμματα της αντιπολίτευσης, πως δηλαδή εγκαινίασε κυλιόμενες σκάλες στον σταθμό Σιντριβάνι, είναι ξεκάθαρα φθηνή προπαγάνδα. Προπαγάνδα κατά μιας κυβέρνησης που έχει να επιδείξει έργο κι όχι «μακέτο», αλλά φευ την κατηγορούν πως κατασκευάζει χωριά Ποτέμκιν.
Αυταπάτη
Τι, όμως, οδηγεί έναν πρωθυπουργό να σκηνογραφήσει εγκαίνια που δεν είναι καν εγκαίνια, μιας και η τελετή δεν ακολουθεί την αποπεράτωση του έργου, ούτε προηγείται της παράδοσής του για χρήση; Προφανώς, η ανάγκη του να περνάει τα Τέμπη κάθε τρεις και λίγο επειδή τα δημοσκοπικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στη Μακεδονία παραμένουν εξαιρετικά χαμηλά, όπως λένε οι γνωρίζοντες. Βέβαια, όσοι πολιτεύονται στη Βόρεια Ελλάδα επισημαίνουν ότι η ζημιά από τις Πρέσπες μάλλον δεν αποκαθίσταται τόσο εύκολα. Με φωτογραφικά ενσταντανέ, δηλαδή, σε κυλιόμενες σκάλες ή ανυψωτικά του μακεδονικού φρονήματος κλισέ για τον κυρίαρχο ρόλο της Θεσσαλονίκης στα Βαλκάνια. Ο Τσίπρας, ωστόσο, δεν ξέρει άλλο τρόπο να κάνει πολιτική παρά μόνο τον πατροπαράδοτο. Στην επάρατη – κατ’ εκείνον – μεταπολιτευτική περίοδο, αν μια κυβέρνηση διαπίστωνε πως η φθορά που υφίστατο αυξανόταν επικίνδυνα, άρχιζε τις επισκέψεις στα εργοτάξια και τα πλάνα με φόντο τις μπουλντόζες. Αυτές τις τακτικές έχει μελετήσει, αυτές επιστρατεύει. Απλά οφείλει κανείς να του πιστώσει ότι τις έχει προσαρμόσει στο προσωπικό του στυλ. Εκείνο της αυταπάτης.