Χθες βράδυ ονειρεύτηκα το σπίτι σου, εσύ δεν ήσουν εκεί, έλειπες, όμως όλα ήταν στη θέση τους σαν να ήσουν. Ακουγόταν η φωνή σου παντού, σε όλα τα δωμάτια, να τραγουδάς, να γελάς, να με γλυκομαλώνεις, να παίζεις με τη γάτα, να φωνάζεις τον πετεινό στην αυλή, να μου ζητάς να σε βοηθήσω να περάσεις την κλωστή στην τρύπα της βελόνας, να προσπαθώ και να είναι τα χέρια μου άδεια, από το δάχτυλό μου να στάζει αίμα, αλλά να μην πιάνω τίποτα, να μην μπορώ, να μη σε βλέπω, να με ρωτάς τις ερωτήσεις σου, αν έμαθα να μετρώ τα σαράντα κύματα, αν έμαθα επιτέλους να μη λύνω όλες τις ασκήσεις, αν προσέχω, αν αποφεύγω το κακό το μάτι και τη λέξη τη στραβή και την ανάποδη.
Να ακούω τη φωνή σου και να μη σε βλέπω. Να βγαίνω έξω στην αυλή με τη μεγάλη τη μουριά, να είμαι μικρό παιδί πάνω στην κούνια με τα σχοινιά και τους κόμπους τους άλυτους που τους έδεσες για πάντα εσύ και που δεν λύνονται ποτέ και με τίποτα – να το ξέρεις -, να με κουνάς, να με σπρώχνουν τα δυο σου χέρια και εγώ να μη θέλω και να κλαίω γιατί αμέσως η κούνια και η μουριά έγιναν εκείνο το κτίριο που έπρεπε να μπω μέσα χωρίς εσένα, με τους ξένους και αγνώστους, εκείνους με τα κόκκινα στιλό και τα μελάνια που θα αποφάσιζαν για μένα, και να σκύβεις στο αφτί και να μου λες την κουβέντα σου. Ελα, πήγαινε, το όχι το έχουμε, για το ναι πάμε.
Να βγαίνω τρέχοντας από εκεί χαρούμενος και τραγουδώντας και να έρχομαι στο σπίτι να σε φωνάζω από τη στροφή του δρόμου αλλά απάντηση καμία, να μπαίνω πάλι στο σπίτι με το όνομά σου στο στόμα μου και εσύ πουθενά. Πάνω στο τραπέζι σκορπισμένα κέρματα και χαρτονομίσματα για τα ψώνια της μέρας και για τους κλέφτες που τα χρειάζονται, και τα λουλούδια τα πρωινά και τα μήλα και τα πορτοκάλια και όλα αυτά που έφερνες από το μεγάλο παζάρι και το σουσάμι από το κουλούρι χυμένο λίγο στο πλάι εκεί για τα πουλάκια σου και ο καφές να μοσχομυρίζει, αλλά η κούπα να είναι κενή, να κάνω να την πιάσω και να μην έχω τίποτα, τα χέρια μου αδειανά και εσύ να με ρωτάς τι έγινε και πώς τα πήγα και να μη σε βλέπω, ούτε και να μπορώ να σου απαντήσω, να πάω να ανοίξω το στόμα μου να σου πω και να μην μπορώ να μιλήσω, να σου πω τη χαρά μου, τη λαχτάρα μου. Και να τρέχω στο δωμάτιό σου και στην κουζίνα και στις σκάλες, να ακούω το τρίξιμο στο τελευταίο σκαλοπάτι όπως το πάταγες εσύ, το βήμα σου και να μην είσαι πουθενά, να βγαίνω στο ταρατσάκι, να είναι νύχτα βαθιά και το καντηλάκι σου να καίει δροσερό και αναμμένο απέναντι κι ας μην έχει έρθει κανείς τα τελευταία χρόνια να σου το ανάψει.