«Πρωτογνώρισα» το ουράνιο στερέωμα μέσα από το εφηβικό μυθιστόρημα του Αγγελου Τερζάκη «Ταξίδι με τον Εσπερο». «Μαζί» με τον κεντρικό του ήρωα, τον Γλαύκο, κάρφωσα πάνω στο σκοτεινό του φόντο, τον Βέγα, την Ανδρομέδα, τη Μεγάλη και τη Μικρή Αρκτο, το Αλφα του Κενταύρου. Μετά βέβαια, κατάλαβα ότι αυτό ήταν η αφορμή. Κοιτώντας με τους συνομηλίκους μου τις καλοκαιρινές βραδιές τον έναστρο ουρανό, στην ουσία αναζητούσαμε, όπως και ο Γλαύκος, το μέλλον μας. Που, τότε, μας φαινόταν τόσο ονειρικό, τόσο μαγικό και τόσο μακρινό όσο και η Κόμη της Βερενίκης.
Και ύστερα, το μέλλον, τουλάχιστον το κοντινό, έγινε παρόν. Και η γενιά μου, στην εφηβεία της, «συνομίλησε» με την επιστημονική φαντασία του Ισαάκ Ασίμοφ, έκανε ουρές στους κινηματογράφους – στα τέλη της δεκαετίας του 1970 – για να δει τις ταινίες του Εριχ φον Ντένικεν, ονειρεύτηκε διαπλανητικά ταξίδια που, υποτίθεται, ότι θα ήταν η καθημερινότητά μας με την αυγή του 2000. Ηταν, βλέπετε, εκείνο το μικρό βήμα για τον άνθρωπο αλλά μεγάλο άλμα για την ανθρωπότητα, ο πρώτος βηματισμός του Αρμστρονγκ στο φεγγάρι τον Ιούλιο του 1969 που μας έκανε να εναποθέτουμε τις προοπτικές μας στο Διάστημα.
Και μετά προσγειωθήκαμε στη Γη και συνειδητοποιήσαμε ότι τα προβλήματα λύνονται εκεί που δημιουργούνται, στο «χώμα» μέσα από το οποίο φυτρώνουν. Σήμερα, προτιμώ να βλέπω τη θάλασσα και στον συμβολισμό της αέναης κίνησής της να αναζητώ λύσεις και απαντήσεις. Ωστόσο, εκεί πάνω είναι πάντα ο Βέγας να μας θυμίζει ότι το άγνωστο και ανεξερεύνητο – που εμπεριέχει και μια μορφή υπόσχεσης – καλλιεργεί ένα περίεργο συναίσθημα, με ίσες δόσεις φόβου και ελπίδας. Και σκέφτομαι τη φίλη μου που μου έλεγε πόσο αμήχανα αισθανόταν όταν, στα παιδικά της χρόνια, ο πατέρας της τη ρωτούσε τι υπάρχει μετά τη Γη, μετά το ηλιακό μας σύστημα, μετά τον Γαλαξία μας. Σήμερα θα μπορούσε να του απαντήσει: «Η Εσχατη Θούλη».