Στην Κεντροαριστερά έχουν μια φυσική απέχθεια στη λέξη «συμπλήρωμα». Δεν είναι μόνο θέμα του πληγωμένου τους πολιτικού εγωισμού. Είναι η αίσθηση πως, όσο δεν έχουν εξουσία, δεν μπορούν πια να επηρεάζουν τις εξελίξεις. Η συνειδητοποίηση πως δεν είναι πια οι ίδιοι με εκείνους που κάποτε κάθονταν στην υπουργικές καρέκλες. Και αν το καλοσκεφτεί κανείς, είναι ένα συναίσθημα πολύ κατανοητό. Πώς μπορεί η δημοκρατική παράταξη, που έχει συνδέσει την ιστορία της με την ιστορία της χώρας, να θεωρείται ο τρίτος τροχός της άμαξας; Πώς μπορεί να αναλαμβάνει τις ευθύνες που της αναλογούν και άλλες, που δεν της αξίζουν, και να μη βρίσκει την αντίστοιχη ανταπόκριση; Η πραγματικότητα είναι σκληρή, εν μέρει άδικη και δεν καταπίνεται εύκολα.
Για κάποιους, το πρόβλημα είναι πως οι εκφραστές της στο Κίνημα Αλλαγής δεν έχουν αποδεχθεί τη σημερινή τους θέση. Και όσο αναλογίζονται τα περασμένα τους μεγαλεία, ξεχνούν πως η εκλογική μάχη που έρχεται είναι θέμα πολιτικής επιβίωσης για τον χώρο. Αυτό είναι το πλαίσιο που δημιούργησε η σημερινή κυβέρνηση, η οποία επενδύει στον λαϊκισμό, προσπαθεί να χειραγωγήσει τη Δικαιοσύνη, σπιλώνει τους πολιτικούς της αντιπάλους. Και, κυρίως, επιλέγει στρατηγικά τη συνεργασία με τα άκρα και με έναν εταίρο εντελώς διαφορετικό σε ιδεολογία, ύφος και φιλοσοφία απ’ όσα γνωρίζαμε μέχρι το 2015. Αυτός ο ΣΥΡΙΖΑ έχει βάλει στόχο να γίνει το νέο ΠΑΣΟΚ, να οικειοποιηθεί το ίδιο παρελθόν που στο Κίνημα Αλλαγής φυλάνε ως κόρη οφθαλμού. Δεν είναι, πλέον, μόνο ζήτημα ταυτότητας. Είναι η δύσκολη αποστολή που τους έλαχε: να εξηγήσουν πως η Αριστερά και η Κεντροαριστερά έχουν ιδεολογικές ομοιότητες, ο Αλέξης Τσίπρας όμως δεν εκφράζει ούτε τη μία ούτε την άλλη.
Προοδευτικά μέτωπα με μια τέτοια κυβέρνηση δεν υπάρχουν. Ακόμα κι αν ορισμένα στελέχη προχωρούν αναθεωρώντας ή αναθεωρούν προχωρώντας, οι συγκλίσεις τέτοιου είδους οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη συρρίκνωση του μεσαίου χώρου. Παραχωρώντας τον όρο «προοδευτικό» σε πολιτικούς που τον εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο. Και θα συνεχίσουν να το κάνουν, με στόχο να ανακόψουν την πολιτική ήττα που έρχεται, να διασωθούν μετεκλογικά. Στον ΣΥΡΙΖΑ, βλέποντας πως η κεντροαριστερή ηγεσία δεν φοβάται τη σύγκρουση, πετούν τη φράση-ταμπού. Συμπλήρωμα. Προσθέτοντας άλλη μία, εξίσου τρομακτική: τη λέξη «Δεξιά».
Η λεπτή, κόκκινη γραμμή για το Κίνημα Αλλαγής είναι να προσπαθήσουν να συμφωνήσουν προγραμματικά με το πρώτο κόμμα. Και αν αυτό είναι η ΝΔ, να μην πέσουν στην αγκαλιά της με αντάλλαγμα μερικές θέσεις-φαντάσματα μιας δόξας που δεν υπάρχει πια. «Δεν θα αφήσουμε τη χώρα ακυβέρνητη», λένε. Οι εποχές των μεγάλων ποσοστών, μαζί με τη νοσταλγία, άφησαν πίσω τους και μια αίσθηση ευθύνης. Μικρό ή μεγάλο, προοδευτικό ή συντηρητικό, το Κίνημα Αλλαγής έχει έναν ιστορικό ρόλο. Και αυτός συνδέεται αναπόφευκτα με την πολιτική σταθερότητα. Γι’ αυτό ίσως η πιθανότητα επαναληπτικών εκλογών με απλή αναλογική ξάφνιασε ακόμα κι εκείνους που γνωρίζουν την απόφαση της Φώφης Γεννηματά για ξεκάθαρη, πολιτική αυτονομία. Μια συνεργασία, βέβαια, συμβαίνει μόνο όταν το θέλουν και τα δύο μέρη. Αν η ΝΔ αρνηθεί τις υποχωρήσεις, συνεργασία δεν θα υπάρξει. Για άλλη μια φορά, η Κεντροαριστερά θα βρεθεί αντιμέτωπη με ευθύνες που δεν θα της αναλογούν αποκλειστικά – γιατί αυτή είναι η ελληνική της μοίρα. Αλλά και η ΝΔ, θα πρέπει να αναλάβει τις δικές της.
Οι μεν τη χρειάζονται για να επιβιώσουν. Οι δε τη χρειάζονται για να κυβερνήσουν. Ποτέ άλλοτε ένα «συμπλήρωμα» δεν είχε μεγαλύτερη αξία. Ακόμα κι αν δεν το ξέρει.