Σχεδόν ποτέ δεν επαναλαμβάνετε ένα έργο. Παίζετε κάθε χρόνο κάτι καινούργιο.
Εμείς δεν κάνουμε θέατρο ρεπερτορίου που θα διαρκέσει έναν – ενάμιση μήνα ή δύο το πολύ. Οι παραστάσεις μας κρατούν έξι μήνες, περισσότερο από 25 εβδομάδες. Είναι πολύ μεγάλο το διάστημα και «εξαντλείται» κάποια στιγμή. Οσο μεγάλη κι αν είναι η επιτυχία, έχεις την ανάγκη να πας κάπου αλλού.
Απαιτείται όμως και προετοιμασία για το νέο.
Ναι, βέβαια, αλλά στη δική μας τη δουλειά χρειάζεται και ανανέωση. Και όσο περνούν τα χρόνια αυτή η ανανέωση είναι όλο και πιο απαραίτητη. Δεν σου φτάνουν αυτά που κάνεις, θες περισσότερα.
Πότε νιώθετε ότι δεν σας φτάνουν;
Οταν έχεις εργαστεί σκληρά, όταν παρουσιάζεις αυτό που δημιουργείς και το εκθέτεις στο κοινό, έπειτα από ένα διάστημα αρχίζει και σου φαίνεται ρηχό. Τότε έρχεται η στιγμή που επιθυμείς να πας κάπου αλλού, πρέπει να φύγεις. Γιατί μετά μοιάζει σαν ξεπατικωτούρα της προηγούμενης μέρας και γίνεται πολύ άσχημο.
Από τη στιγμή που εισχωρεί το συναίσθημα του ανικανοποίητου, επηρεάζει τον τρόπο που παίζετε;
Φυσικά. Κανονικά δεν θα ‘πρεπε να επηρεάζει, αλλά μέσα σου μοιραία σε επηρεάζει. Εχεις το μυαλό σου και το αίσθημά σου αλλού. Από τη στιγμή που σκέφτεσαι ότι αυτό έχει κατακτηθεί, έχει ολοκληρωθεί – όσο μπορεί να ολοκληρωθεί κάτι στη δουλειά μας -, δεν σ’ ερεθίζει πια ερευνητικά. Δεν γνωρίζεις βέβαια τι αποτέλεσμα – σε καλλιτεχνικό ή πνευματικό επίπεδο – θα έχει το άλλο. Και δεν έχει και τόση σημασία. Απλώς επιθυμείς να κάνεις κάτι διαφορετικό.
Οταν ξεκινούσατε, φανταζόσασταν ότι θα έχετε αυτήν τη διαδρομή;
Οχι. Εδώ είναι και η δύσκολη στιγμή μου. Και μάλιστα η απάντηση εφάπτεται του ερωτήματος. Οταν πας να καταπιαστείς με κάτι – πολλώ δε μάλλον με το θέατρο και εκείνες τις εποχές -, δεν ξέρεις τι ακριβώς είναι. Και δεν πρέπει να ξέρεις. Απλώς υπάρχει μια εσωτερική ροπή, η οποία σε οδηγεί με έναν τρόπο προς τα πράγματα. Προς τη σκηνή, εν προκειμένω, αφού μιλάμε για θέατρο. Η επιθυμία αυτή συνήθως είναι δύσκολο να γεννηθεί όταν είσαι πολύ μικρός. Οταν λες ποιήματα στο δημοτικό, δεν σημαίνει ότι είσαι κατάλληλος για το θέατρο.
Πότε διαμορφώνεται η επιθυμία;
Είναι ανάγκη, η οποία προκύπτει στα χρόνια της εφηβείας. Ετσι προέκυψε και σε μένα. Ηθελα να δω πώς πραγματώνεται, πώς δημιουργείται δηλαδή ένας κόσμος πάνω στη σκηνή εκ του μηδενός, τον οποίο συμμερίζονται κάποιοι άνθρωποι που πληρώνουν γι’ αυτό. Οχι αυτό που βλέπω, αλλά εκείνο που κρύβεται πίσω από την αυλαία. Είχα δει μια παράσταση, θυμάμαι, στο Εθνικό και όταν έκλεισε η αυλαία σκεφτόμουν «και τώρα τι γίνεται εκεί πίσω;». Αυτό είναι το μεγάλο μου ερέθισμα.
Οι εποχές τότε δεν ευνοούσαν τις καλλιτεχνικές ροπές.
Καθόλου. Η μεσοαστική οικογένεια – σε μια τέτοια μεγάλωνα κι εγώ – είχε άλλες βλέψεις για τα παιδιά της: να ακολουθήσουμε κάποια επιστήμη. Ηταν αυτή η γενιά η οποία έβλεπε το πανεπιστήμιο ως κοινωνική καταξίωση. Δηλαδή αποφάσιζε η οικογένεια τι θα κάνεις στη ζωή σου. Δεν το επέβαλλε βέβαια με το ζόρι, αλλά σ’ το επέβαλλε το κλίμα της. Και είναι χειρότερο γιατί σου δημιουργούσε και ενοχές. Αυτό το κλίμα υπήρχε και στο σπίτι μας φυσικά. Είτε θέλεις είτε όχι, σε επηρεάζει με έναν τρόπο, σε βραχυκυκλώνει! Επίσης δεν είσαι ώριμος, ώστε να είσαι σίγουρος αν η επιλογή σου είναι σωστή. Επικράτησε όμως μέσα μου αυτή η τάση και βεβαιώθηκα ότι πρέπει να κάνω αυτό.
Πότε είχατε αυτήν τη βεβαιότητα;
Ημουν 18 ετών. Δεν το ζήτησα και δεν το συζήτησα καν. Φυσικά ακολούθησαν κραδασμοί. Είχα την αναμενόμενη μουρμούρα από την οικογένειά μου. Αργότερα κατάλαβα ότι οι γονείς δεν φταίνε. Νομίζω ότι τους φοβίζει το άγνωστο αυτής της δουλειάς και όχι τα παρελκόμενα, τα οικονομικά κ.λπ. Είμαι σίγουρος ότι ακόμη και τώρα όσοι αρνούνται την επιθυμία των παιδιών τους να ακολουθήσουν τον δρόμο του θεάτρου ή κάποιας άλλης τέχνης γι’ αυτόν τον λόγο αντιδρούν: από φόβο για το άγνωστο και επειδή δεν έχουν τον έλεγχο. Δεν είναι μια δουλειά που βρίσκεται στη σφαίρα του κανονικού. Αυτό λοιπόν το άγνωστο τους προκαλεί φόβο. Αλλά από την άλλη πρέπει να παραμένει άγνωστο για να έχει ενδιαφέρον. Γιατί αν το γνωρίσουν, κάτι δεν κάνουμε καλά εμείς.
Ησασταν σίγουρος ότι επιλέξατε το σωστό;
Οχι, και ήταν μια δύσκολη στιγμή μέσα μου. Εμπεριέχει ένα ρίσκο, το οποίο αποφάσισα να πάρω. Είπα, θα το παλέψω και θα κάνω αυτό που επιθυμώ βαθιά. Αυτή ήταν η πιο ζοφερή εσωτερικά στιγμή μου.
Πώς ήταν η ζωή σας τότε, πώς ζούσατε αυτούς τους εσωτερικούς κραδασμούς;
Σε ταραχή. Και πολλές φορές οι ταραχές σε οδηγούν σε ακινησία αντί να σε οδηγήσουν σε κίνηση. Πώς είναι η Ελλάδα τώρα που βρίσκεται σε αναταραχή και είναι ακίνητη; Μετά βέβαια που καταπιάστηκα με αυτό ηρέμησα.
Τι σας λύτρωσε;
Οχι το θέατρο, αλλά η σχέση με τα κείμενα, το διάβασμα. Αυτά που κάναμε στη σχολή, αυτά που διδασκόμασταν. Ηταν τρομερό ότι βγαίνοντας απ’ το σχολείο είχα στα χέρια μου βιβλία του Μολιέρου, του Γκαίτε! Δεν είναι και το πιο απλό πράγμα. Σου ανοίγεται ένας κόσμος ολόκληρος που λες αξίζει να κολυμπήσω εδώ, ακόμη και αν κινδυνεύσω να πνιγώ. Γιατί τα κείμενα αυτά δεν γράφτηκαν για να μας τρομάζουν, αλλά για να αναμετρηθούμε μαζί τους και για να καταλάβουμε πόσο ασήμαντοι είμαστε. Ετσι ώστε να έχουμε το ερέθισμα να προχωρήσουμε. Τα κείμενα γράφονται από ανάγκη του ποιητή. Αν ο ποιητής είναι μεγάλος, σου αποκαλύπτει κάτι και σε καλεί να σε ταξιδέψει μαζί τους. Εάν τον έχει χαϊδέψει η μούσα, θα σου θυμίσει κάτι από τον εαυτό σου. Το οποίο ενδεχομένως ούτε εσύ το ξέρεις. Είτε από τον φωτεινό εαυτό σου είτε από τον σκοτεινό εαυτό σου. Και αμέσως συνταράσσει.
Το θέατρο σας έφερε σε αναμέτρηση με τη σκοτεινή πλευρά σας;
Βεβαίως. Και επειδή τα σκοτάδια τα εμπεριέχουμε, δεν τα αναγνωρίζουμε. Ολη μέρα τα εκφράζουμε με έναν τρόπο σε όλες μας τις σχέσεις, αλλά δεν μπορούμε να τα κωδικοποιήσουμε. Σιγά σιγά μαθαίνεις ότι ο σκοτεινός εαυτός σου δεν πρόκειται να φύγει, αλλά δεν θα σε φοβίζει. Αν το συνειδητοποιήσεις με άλλο τρόπο, μπορεί να σε φοβίζει για πάντα και να νιώθεις ενοχές – αυτά τα χριστιανικά, τα περίεργα. Το θέατρο μέσα από το έργα σού δείχνει το σπουδαίο, ότι ο άνθρωπος έχει απ’ όλα μέσα του. Το να πολεμάς τον σκοτεινό εαυτό σου, να μην τον αφήνεις να εκδηλωθεί, να τον ελέγχεις δηλαδή, είναι εκείνο που – κατά τη γνώμη μου – παράγει και τον πολιτισμό.
Υπήρξε κάποια στιγμή που ένα κομμάτι του σκοτεινού εαυτού σας το αφήσατε πίσω σας;
Ημουν πολύ εκρηκτικός σε όλες μου τις σχέσεις, τις επαγγελματικές, τις φιλικές, τις οικογενειακές. Διαπίστωσα κάποια στιγμή ότι αυτό δεν οδηγεί πουθενά. Ισα ίσα δηλητηριάζει εμένα και δεν είναι αποτελεσματικό. Δεν είχα κακίες για τους άλλους ανθρώπους, απλώς ήμουν πολύ οξύθυμος, απαιτητικός. Ηταν μεγάλο μου βάσανο. Συνειδητοποίησα ότι οι άνθρωποι δεν είναι όλοι ίδιοι και δεν είναι υποχρεωμένοι να είναι όλοι ίδιοι. Εφόσον ζεις μέσα στον κόσμο, δεν μπορείς να απομονωθείς, όπως ο Τίμων ο Αθηναίος. Αποφασίζεις ότι αυτοί οι άνθρωποι θα είναι δίπλα σου και πρέπει να συμβιώσεις. Αυτό δεν είναι συμβιβασμός, αλλά μια επίγνωση ότι είσαι κι εσύ ένα κομμάτι του κόσμου. Διαφορετικά, φτάνουμε στην άποψη ότι είμαστε κάτι ξεχωριστό και μένουμε μόνοι μας. Και ο άνθρωπος έχει αυτή την τάση. Μπορούμε να ξεχωρίσουμε κάνοντας άλλα πράγματα. Αυτή είναι η διαδικασία που καταπολέμησα τον εγωισμό μου και αυτό ήταν απελευθερωτικό.