Στο «Βαποράκι» («The mule», ΗΠΑ, 2018), τελευταία δημιουργία του Κλιντ Ιστγουντ, ο κεντρικός ήρωας είναι ένας υπερήλικος ονόματι Ερλ Στόουν και τον υποδύεται ο ίδιος ο σκηνοθέτης με το χαρακτηριστικό ατσαλένιο βλέμμα αλλά και με τα σημάδια του γήρατος πια στο σώμα, στην ομιλία και στις κινήσεις του. Ο Ερλ είναι ένας άνθρωπος εκ πρώτης όψεως ξοφλημένος. Κάποτε επιτυχημένος επιχειρηματίας στην ανθοκομική, σήμερα στα όρια της φτώχειας· θύμα, σύμφωνα με τον ίδιο, της οικονομικής κρίσης και του Διαδικτύου. Θύμα και του δύσκολου χαρακτήρα του όμως, αφού ο Ερλ δεν έδωσε ποτέ σημασία στην οικογένειά του, με αποτέλεσμα να ζει πια απομονωμένος βράζοντας στο ζουμί του. Μια τελευταία ευκαιρία αναβίωσής του έρχεται όταν ο Ερλ δέχεται να κάνει τον μεταφορέα «εμπορεύματος» μεξικανών παρανόμων, προφανώς ναρκωτικών· αν και ο ίδιος δεν το ξέρει, ούτε και ενδιαφέρεται να το μάθει. Η προχωρημένη ηλικία του, η ικανότητά του να «διαβάζει» τους ανθρώπους, αλλά και η απλή λογική που πάντα να ακολουθούσε, τον βοηθούν στο να είναι καλός στα νέα του καθήκοντα. Αυτό εξάλλου είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της ταινίας (αν όχι το πιο ενδιαφέρον): ο τρόπος χειρισμού της κατάστασης του άσχετου από την παρανομία Ερλ δείχνει πολύ πιο επαγγελματικός συγκρινόμενος με εκείνον των «πραγματικών» επαγγελματιών που τα κάνουν διαρκώς θάλασσα επειδή αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να κάνουν τον έξυπνο. Το σενάριο της ταινίας είναι στηριγμένο σε πραγματικό περιστατικό που συνέβη πριν από μερικά χρόνια στην Αμερική, αν και αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει κάποιες αδυναμίες. Η «διείσδυση» του Ερλ στον μεξικανικό υπόκοσμο γίνεται πολύ πιο εύκολα απ’ όσο κανείς θα περίμενε, πολλές σκηνές γίνονται κουραστικές με την επανάληψή τους, η δράση συχνά χάνει τον ρυθμό της. Ομως μια ταινία του Κλιντ Ιστγουντ δεν παύει να είναι μια ταινία του Κλιντ Ιστγουντ και αυτός είναι για μένα λόγος αρκετός για να τη δω. Βαθμολογία: 6
Τα αντίθετα έλκονται
Ολη η ταινία «Το πράσινο βιβλίο» («The green book», ΗΠΑ, 2017) είναι δομημένη πάνω στους δύο εντελώς ανόμοιους κεντρικούς ήρωές της: ο ένας (Μαχαρσάλα Αλι) είναι διάσημος μαύρος πιανίστας της κλασικής μουσικής, καλλιεργημένος, προσεκτικός στη διατροφή του, ολίγον τι αλαζονικός, γεμάτος αυτοπεποίθηση. Ο άλλος (Βίγκο Μόρτενσεν) είναι λευκός ιταλικής καταγωγής, φτωχός, αμόρφωτος (ζήτημα να έχει τελειώσει το δημοτικό), τρώει ότι να ‘ναι και έχει επιτυχημένη «καριέρα» μπράβου σε νυχτερινά κλαμπ της Νέας Υόρκης. Τι θα μπορούσε να συμβεί αν ο λευκός γινόταν για λίγο προσωπικός σοφέρ (και όχι μόνον) του μαύρου συνοδεύοντάς τον σε μια περιοδεία στα βάθη της Αμερικής σε μια εποχή (δεκαετία του ’60) που ο φυλετικός ρατσισμός ήταν μάστιγα; Αυτή η ιδέα της αναπλήρωσης του ενός από τον άλλο δεν θα μπορούσε να αναδειχθεί καλύτερα από τον Πίτερ Φαρέλι, ο οποίος μακριά από το στυλ του «Ηλίθιου και πανηλίθιου» υπέγραψε αυτό το πανέμορφο, εύγεστο buddy / road movie στην πρώτη, πραγματικά ευχάριστη ταινία της νέας χρονιάς που βλέπουμε στις αίθουσες. Βαθμολογία: 8
Πενηντάρες εν δράσει
Δύο μεγάλες σταρ του Χόλιγουντ βρίσκονται στο πρώτο πλάνο των εντελώς διαφορετικών, νέων ταινιών τους. Στο αστυνομικό δράμα της Κάρεν Κουσάμα «Destroyer» (ΗΠΑ, 2018), η Νικόλ Κίντμαν «μουντζουρώνει» και πάλι το γλυκό προσωπάκι της παίζοντας τη σκληρή αστυνομικό του Λος Αντζελες που αντιλαμβάνεται ότι η υπόθεση φόνου μιας κοπέλας είναι συνδεδεμένη με το δικό της μυστηριώδες παρελθόν (στιγμές του οποίου παρεμβάλλονται με φλας μπακ). Η ταινία κινείται διαρκώς στο μεταίχμιο νόμου / παρανομίας καθώς το ένα πόδι της αστυνομικού βρίσκεται στη μία πλευρά και το άλλο στην άλλη. Στοιχείο που αν μη τι άλλο προκαλεί την περιέργεια σε αυτό το νουάρ ψυχόδραμα του οποίου η πρωταγωνίστρια μοιάζει με ζωντανή – νεκρή, μην αντέχοντας το βάρος των αμαρτιών μιας άλλης ζωής (συμπρωταγωνιστεί ο ιδιαίτερα αγαπητός στην Ελλάδα Σεμπάστιαν Σταν). Βαθμολογία: 2
Πολύ λίγα πράγματα από την Τζένιφερ Λόπεζ στην παλιομοδίτικη κομεντί του Πίτερ Σίγκαλ «Σε δεύτερη ευκαιρία» («Second act», ΗΠΑ, 2018), η οποία ξεκινά σαν φεμινιστικός ύμνος για τη σύγχρονη γυναίκα και στο μέσον περίπου κάνει μια τόσο αμήχανη στροφή προς το «μητρικό μελόδραμα» που θυμίζει κάκιστο ελληνικό μελό της δεκαετίας του 1960. Αχρωμη κινηματογράφηση, επίπεδη σκηνοθεσία και μια Λόπεζ που ναι μεν αρέσει στον φακό στα 50 της, αλλά με την ανάγκη επείγουσας δίαιτας. Βαθμολογία: 2
Τουρκικός στοχασμός
«Αν γινόμουν δικτάτορας το πρώτο πράγμα που θα έκανα θα ήταν να βομβαρδίσω αυτό το χωριό» λέει για τον γενέθλιο τόπο του ο Σινάν (Ντόγκου Ντεμουρκόλ), κεντρική φιγούρα στην «Αγρια αχλαδιά» («Ahlat agaci» Τουρκία, 2018), τελευταία δημιουργία του τούρκου auteur Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν. Οπως ο απόφοιτος Μπεν του Ντάστιν Χόφμαν στον «Πρωτάρη», ο Σινάν επιστρέφει σπίτι από τις σπουδές του και νιώθει να ασφυκτιά μέσα σε ένα περιβάλλον με το οποίο δεν μπορεί (ούτε και θέλει) να επικοινωνήσει. Το μυαλό του είναι παγιδευμένο στη φιλόδοξη ιδέα της συγγραφής του Μεγάλου Μυθιστορήματος, αλλά ο δρόμος προς τα εκεί είναι σκληρός και δύσκολος. Μια κουβέντα του με έναν καταξιωμένο συγγραφέα τον προσγειώνει απότομα στην πραγματικότητα. Μέσα από τις συναντήσεις του νεαρού με γνωστά και άγνωστά του πρόσωπα, ο Τσεϊλάν μάς οδηγεί με έναν σχεδόν υπνωτικό τρόπο στον κόσμο του απόφοιτου, ο οποίος ψάχνει και ψάχνεται ανήμπορος να ορίσει τι είναι αυτό που πραγματικά του αρέσει. Γεμάτη από μεγάλες σε διάρκεια (ενίοτε εξαντλητικές) σκηνές στοχασμού και διαλόγου ανάμεσα σε ενδιαφέροντες και μη ανθρώπους, η «Αγρια αχλαδιά» συνδυάζει αρμονικά τον υπαρξιακό πυρετό του κεντρικού της ήρωα με τη γαλήνια ομορφιά της τουρκικής επαρχίας που κινηματογραφεί αγγίζοντας την τελειότητα ο διευθυντής φωτογραφίας Γκοκάν Τιριάκι, μόνιμος διευθυντής φωτογραφίας του Τσεϊλάν .Βαθμολογία: 7
Προβάλλονται επίσης η δαιδαλώδης, μέχρι ενός σημείου εντυπωσιακή, μετά απλώς κουραστική περιπέτεια φαντασίας «Escape room» (ΗΠΑ, 2018) του Aνταμ Ρόμπιτελ όπου παρακολουθούμε την προσπάθεια μιας ομάδας ανθρώπων να ξεφύγουν από το δωμάτιο – γρίφο όπου με τη θέλησή τους εγκλωβίστηκαν (Βαθµολογία: 3) και οι ταινίες κινουμένων σχεδίων «Η απίστευτη ιστορία του γιγάντιου αχλαδιού» («The Incredible Story of the Giant Pear», Δανία, 2017) των Φίλιπ Αϊνστάιν Λίπσκι, Γιόργκεν Λέρνταμ, Αμαλί Νέζμπι Φικ (Βαθµολογία: 8) και «Γουίλι» («Wheely», ΗΠΑ, 2018) του Γιούσρι Αμπ Χαλίμ Βαθµολογία: 5.