Δεν μπορώ να γνωρίζω την πολιτική παιδεία του κυβερνητικού εκπροσώπου, αλλά υποψιάζομαι ότι είναι μάλλον παιδαριώδης.
Σε χθεσινές δηλώσεις αποκάλυψε ότι μετά την αποχώρηση των ΑΝΕΛ, η κυβέρνηση προτίθεται να συνεχίσει ως «κυβέρνηση με ψήφο ανοχής». Κι ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, διότι τέτοια κυβέρνηση έχει και η Ισπανία.
Πολύ ωραία. Αλλά πώς θα πάρει ψήφο ανοχής;
Μόνο αν η ίδια θέσει θέμα εμπιστοσύνης κι εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών που δεν θα είναι μικρότερη από τους 120.
Οσοι βουλευτές ούτε ψηφίσουν ούτε καταψηφίσουν την κυβέρνηση θεωρείται ότι την ανέχονται.
Συνεπώς (μας λέει ο Τζανακόπουλος) μόλις αποχωρήσουν οι ΑΝΕΛ, η κυβέρνηση θα ζητήσει την εμπιστοσύνη της Βουλής.
Εως εδώ, λογικό. Ο Τσίπρας πήρε την εντολή για την πρωθυπουργία και την εμπιστοσύνη της Βουλής επειδή το 2015 τον στήριξαν δύο κόμματα, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ.
Αν φύγει ο ένας από τους δύο, αλλάζει το σενάριο.
Κι η στοιχειώδης δημοκρατική λογική λέει ότι ο Τσίπρας οφείλει τότε να επιστρέψει στη Βουλή ώστε να ανανεώσει την εμπιστοσύνη της στις νέες συνθήκες που θα έχουν δημιουργηθεί.
Αν πάρει την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, θα κυβερνά με ψήφο ανοχής που λέει κι ο Τζανακόπουλος.
Αν δεν την πάρει, πάπαλα και ο Τσίπρας, πάπαλα και η ανοχή.
Πάμε στην αριθμητική. Για να πάρει ψήφο ανοχής θα πρέπει να μη μετάσχουν στην ψηφοφορία ή να μην τον καταψηφίσουν 11 βουλευτές ώστε η ψηφοφορία να γίνει με 189 και ο Τσίπρας να πάρει τους 145 του ΣΥΡΙΖΑ.
Αν μαζέψει κάνα δυο ακόμα, μπορεί να λείψουν ή να μην τον καταψηφίσουν και λιγότεροι.
Μια πρόταση δυσπιστίας της ΝΔ είναι άλλη συνταγματική διαδικασία, με άλλα δεδομένα κι άλλα ζητούμενα.
Αν λοιπόν οι ΑΝΕΛ την κοπανήσουν κι η κυβέρνηση δεν ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης, τότε η χώρα θα μπει σε ένα μονοπάτι εκτροπής.
Ο Τσίπρας θα λέει «είμαι κυβέρνηση κι αν δεν το πιστεύετε κάντε πρόταση δυσπιστίας». Κι η αντιπολίτευση θα του απαντά «δεν έχεις πλειοψηφία, δεν είσαι κυβέρνηση κι αν τολμάς ζήτα ψήφο εμπιστοσύνης να δούμε τι θα πάρεις».
Ενδεχομένως ο Πρωθυπουργός και ο Τζανακόπουλος θεωρούν ότι υπό αυτές τις συνθήκες μπορούν να κυβερνήσουν.
Μακάρι να έχουν δίκιο. Αλλά εξ όσων γνωρίζω κανείς δεν το δοκίμασε μετά το 1974.
Αν δεν απατώμαι οι τελευταίοι που επιχείρησαν κάτι ανάλογο ήταν το 1965 ο Αθανασιάδης – Νόβας και ο Τσιριμώκος.
Τον έναν τον φώναζαν «Γαργάλατα» και τον άλλο «Μασκαρά».