Η άσκηση δίωξης για παθητική δωροδοκία με την επιβαρυντική περίσταση του νόμου 1608/1950 περί καταχραστών του Δημοσίου σε έναν από τους τρεις προστατευόμενους μάρτυρες στην υπόθεση Novartis δημιουργεί ένα πλήθος από ερωτήματα.
Η πρώτη απορία αφορά τον λόγο για τον οποίο ασκήθηκε η δίωξη, τον χρόνο που τελέστηκε το αδίκημα, αν σχετίζεται με την υπόθεση Νovartis και τι γνώριζαν οι δικαστικές αρχές, όταν έδωσαν στον εν λόγω μάρτυρα το καθεστώς της προστασίας. Αυτή είναι μια κρίσιμη πτυχή της αιφνιδιαστικής δικαστικής εξέλιξης, διότι αφορά αφενός τη νομιμότητα και τη σκοπιμότητα των κινήσεων της αρμόδιας και της εποπτεύουσας δικαστικής αρχής κατά το παρελθόν και αφετέρου το νόημα της πρόσφατης δίωξης ως προαναγγελίας εξελίξεων.
Η δεύτερη απορία αφορά τον λόγο ή τους λόγους για τους οποίους διέρρευσαν οι παραπάνω πληροφορίες από δικαστικές πηγές. Συνιστούν άραγε ένδειξη μεταμέλειας της αρμόδιας αρχής για την αμέριστη εμπιστοσύνη που έδειξε παλιότερα σε καταφανώς αναξιόπιστους μάρτυρες; Ή πρόκειται για συνέχιση με άλλα μέσα της ίδιας πολιτικής που ακολούθησαν στο παρελθόν; Οι πληροφορίες από διάφορες πηγές που δημοσιεύτηκαν στον Tύπο μετά τη δικαστική διαρροή επιβεβαιώνουν δυστυχώς τη δεύτερη εκδοχή και υποδηλώνουν ότι η υπόθεση Novartis έχει κακοφορμίσει.
Εκτός των άλλων το περιεχόμενο της δικαστικής διαρροής προσομοιάζει σε χρησμό του Απόλλωνα των Δελφών, ο οποίος κατά τον Ηράκλειτο «ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει». Και είναι γνωστό, και από την ιστορία και από τον Καβάφη, ότι σε μείζονα ζητήματα το μαντείο εξέδιδε χρησμούς υπαγορευμένους από πολιτικές σκοπιμότητες. Ενας τέτοιος χρησμός δεν αρμόζει όμως στις δικαστικές αρχές, διότι, όπως και αν τον ερμηνεύσουμε, δημιουργεί υποψίες ότι πρόκειται για κίνηση «πολιτικού» χαρακτήρα.