Η πρόθεση Τραμπ να αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από τη Συρία δημιουργεί ευκαιρίες, αλλά κρύβει και παγίδες για την Τουρκία, δεδομένων των μεγαλεπήβολων σχεδίων τής γείτονος, μέρος των οποίων συγκρούεται με τα αντίστοιχα Ρωσίας και Ιράν. Ο Ερντογάν μοιάζει – μετά τη συμφωνία με τον Τραμπ – σε πρώτη φάση να αποσκοπεί στη δημιουργία ζώνης ελέγχου σε βάθος τουλάχιστον 30 χλμ. εντός συριακής επικράτειας, από την Αλ Μπαμπ μέχρι και τη Ροτζάβα (de facto πρωτεύουσα του YPG-PYD) και εν συνεχεία να ενδιαφέρεται, από κοινού με δυνάμεις που αντιστρατεύονται τον Ασαντ, να επεκτείνει τα εδαφικά της ερείσματά ακόμη και μέχρι την Abu Kamal – που βρίσκεται σχεδόν 300 χλμ. από τα τουρκικά σύνορα στην Ανατολική Συρία, δίπλα στο Ιράκ. Και όλα αυτά με την ΕΕ να σιωπά – αν και η Τουρκία έχει κατηγορηθεί από κράτη – μέλη ως δύναμη κατοχής – προφανώς γιατί προσβλέπει σε επιστροφή σύρων προσφύγων στις εστίες τους καθώς και την ανάσχεση νέων ροών.
Πώς, όμως, θα καταφέρει η τουρκική ηγεσία να διατηρήσει αδιατάρακτους τους διαύλους συνεργασίας με Ρωσία και Ιράν, ενώ εύλογα στη διαπραγμάτευση με τον Λευκό Οίκο θα ζητήθηκε η συνδρομή της Αγκυρας στην περιθωριοποίηση της Τεχεράνης; Μέσα σε αυτό το περιβάλλον θα είναι δύσκολο και για τον Τραμπ να στηρίξει την επιλογή εναπόθεσης των αμερικανικών συμφερόντων σε έναν επαμφοτερίζοντα εταίρο, όπως η Ερντογανική Τουρκία, και ενώ τόσο τα υπουργεία Εξωτερικών και Αμυνας όσο και το Ισραήλ με τη Σαουδική Αραβία αντιδρούν έντονα σε αυτή την εξέλιξη.
Τούτων δοθέντων, το ενδιαφέρον της Αγκυρας για τους προσεχείς μήνες θα εστιαστεί στη Συρία. Αλλωστε, οι ανακατατάξεις που προκάλεσαν τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων συνεπάγονται εκ των πραγμάτων μεγαλύτερο βαθμό διπλωματικής δέσμευσης και διάθεσης οικονομικών πόρων και ανθρώπινου δυναμικού. Αν, μάλιστα, παρακολουθήσουμε τις αναλύσεις που ακολούθησαν την απόφαση Τράμπ, υπάρχει η αίσθηση ότι πέρα από εσωτερικούς λόγους (για να δείξει ότι τηρεί τις προεκλογικές του υποσχέσεις σε μία αρνητική δημοσκοπική περίοδο), ο αμερικανός πρόεδρος, υιοθετώντας (με αρκετά διαφορετικό στυλ) τον επιλεκτικό παρεμβατισμό του προκατόχου του, αποβλέπει στην κατατριβή τρίτων δυνάμεων, εκτιμώντας, όπως και ο Ομπάμα, ότι ο συριακός βάλτος στο τέλος θα «ρουφήξει» όλους τους εμπλεκόμενους.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι μετριάζεται το ενδιαφέρον της Τουρκίας για τα τεκταινόμενα στην Ανατολική Μεσόγειο. Προσώρας, πάντως, η στήριξη του αμερικανικού παράγοντα στα τριμερή σχήματα (Ελλάδας και Κύπρου με Ισραήλ και Αίγυπτο) παραμένει ακλόνητη, αναδεικνύοντάς τα όχι σε εναλλακτική μεταβλητή – σε περίπτωση που η Τουρκία αποκοπεί περαιτέρω από το αμερικανικό άρμα – αλλά σε συνεπή σταθερά της ευρύτερης εξίσωσης. Κυρίως, γιατί Τελ Αβίβ και Κάιρο έχουν προ πολλού χάσει την εμπιστοσύνη τους απέναντι στον Ερντογάν, θεωρώντας τον δομικό/στρατηγικό αντίπαλο. Εξίσου, βέβαια, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ δεν μπορούν να αισθάνονται ασφαλείς απέναντι στη διοίκηση Τραμπ, εξαιτίας της άστατης διπλωματίας και του άναρχου δούναι και λαβείν του τελευταίου.
Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών ΙΔΙΣ & συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν»