Τι θα μείνει στο τέλος πέρα από τις παραληρηματικές αναρτήσεις του Παύλου Πολάκη που συνιστούν από μόνες τους ένα σκάνδαλο μέσα στο σκάνδαλο; Για να απαντηθεί το ερώτημα πρέπει να πάει κανείς στην αρχή. Και η αρχή δεν είναι στο δόγμα του ίδιου του Πολάκη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κερδίσει ξανά τις εκλογές μόνο εάν βάλει μερικούς στη φυλακή. Δεν είναι καν στον μαξιμαλισμό του Παπαγγελόπουλου εκείνο το βράδυ έξω από την πύλη του Μαξίμου ότι το σκάνδαλο της Novartis είναι το μεγαλύτερο από συστάσεως του ελληνικού κράτους. Δεν είναι ούτε στην επίσκεψη του κυβερνητικού εκπροσώπου στην εισαγγελία του Αρείου Πάγου για να «ενημερωθεί».
Ολα αυτά έγιναν μετά, δεν είναι παρά στιγμιότυπα του ίδιου αφηγήματος, στην εξέλιξη του οποίου περίοπτη θέση έχει η δήλωση του Πρωθυπουργού στη Βουλή, και πάλι τον Φεβρουάριο του 2018, ότι σε όλο τον κόσμο οι προστατευόμενοι μάρτυρες θεωρούνται ήρωες που βρίσκουν το θάρρος να σταθούν απέναντι σε ισχυρά συστήματα προκειμένου να αποκαλύψουν σκάνδαλα, αλλά «εσείς ξαφνικά τους ονομάσατε κουκουλοφόρους». Τώρα που το σκάνδαλο, τουλάχιστον στην πολιτική του διάσταση, φτάνει σε ένα κάποιο τέλος με άρωμα σκευωρίας, θα μπορούσε να παραφράσει κανείς την πρωθυπουργική δήλωση με τη συνδρομή του Δημήτρη Κουτσούμπα: παντού οι προστατευόμενοι μάρτυρες θεωρούνται ήρωες. Αλλά μόνο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τους μετατρέπει σε αποδιοπομπαίους τράγους, όπως είπε ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ. Στο μεταξύ, αποκαλύπτει και την ταυτότητά τους.
Πιεσεις. Ως αποδιοπομπαίος τράγος είπε χθες ο πρώην προστατευόμενος μάρτυρας Νίκος Μανιαδάκης ότι στις 27 και 28 Δεκεμβρίου του ασκήθηκαν πιέσεις για να καταθέσει ότι χρηματίστηκαν από τη Novartis ο Αντώνης Σαμαράς, ο Αδωνις Γεωργιάδης και ο Γιάννης Στουρνάρας. Το σημείο είναι κομβικό για να μην πιάσει κανείς το νήμα από την αρχή. Και η αρχή δεν βρίσκεται ούτε στην ίδια τη Novartis. Βρίσκεται σε μια αντίληψη ή μάλλον σε μια σύλληψη σχεδίου που έφερε τον Παπαγγελόπουλο εκεί που είναι σήμερα. Βρίσκεται στην πεποίθηση ότι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν είχαν παρά να ικανοποιήσουν ένα κοινό περί δικαίου αίσθημα, που στην πιο πρωτόγονη και αντιδημοκρατική μορφή του εκδηλώθηκε στην άνω και την κάτω Πλατεία με μούντζες, κρεμάλες και το σύνθημα «να καεί το μπ… η Βουλή». Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ πίστεψαν ότι η οργή της εποχής δεν είχε εκτονωθεί, αλλά παρέμενε συσσωρευμένη και πως η κοινή γνώμη θα στοιβαζόταν στις κερκίδες του πολιτικού Κολοσσαίου για να δει τους φρουρούς του καθαρτικού «νέου» να περνάνε χειροπέδες στην ελίτ του διεφθαρμένου «παλιού».
Το σχέδιο δεν φαινόταν κακό, το θέαμα θα ήταν ακόμη καλύτερο: ήταν πάλι σε εκείνη την ομιλία του στη Βουλή όταν ο Πρωθυπουργός διαβεβαίωνε ότι η κυβέρνηση δεν θα αγνοήσει την εντολή του ελληνικού λαού για την απόδοση ευθυνών, την εντολή «να κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας για να αναδειχθούν οι ευθύνες του παλιού πολιτικού συστήματος για τη μνημονιακή τραγωδία». Είναι μια προσέγγιση που συνοψίζεται ως εξής: το Μνημόνιο το έφερε η διαφθορά. Είχε διατυπωθεί και τηλεοπτικά από εκπομπή της πρωινής ζώνης, ο παρουσιαστής της οποίας ενσάρκωνε την πεμπτουσία του τηλεοπτικού λαϊκισμού με τη φάσα «φέρτε πίσω τα κλεμμένα».
Πολιτική ψευδοεπιστήμης.Τηλεοπτικά φέρνει νούμερα. Αλλά πολιτικά δύσκολα φέρνει ψήφους, επειδή τίποτε από αυτά δεν μπορεί να λειτουργήσει σε θεσμικό περιβάλλον – ούτε καν σε κουτσά θεσμικό όπως είναι το περιβάλλον της ελληνικής δημοκρατίας. Δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς να χειραγωγείται αγρίως η Δικαιοσύνη, χωρίς να υποκαθιστά η πολιτική τη Δικαιοσύνη, χωρίς να παρεμβαίνει χωρίς αντιρρήσεις. Κι εκεί δεν την πάτησε μόνο ο Πολάκης που έχει δημοκρατική άγνοια, την πάτησε και εκείνος που έχει εισαγγελική γνώση. Την πάτησε ένα σύστημα εξουσίας για το οποίο η αντίληψη πως εξουσία δεν έχεις στην πραγματικότητα εάν έχεις μόνο τη διακυβέρνηση της χώρας ήταν στην ουσία ένα δόγμα Πολάκη διατυπωμένο με όρους πολιτικής ψευδοεπιστήμης. Δεν ήταν κάποιος θεωρητικός του κόμματος που διατύπωσε το αξίωμα, ήταν ο ίδιος ο Πρωθυπουργός και σε μια άτυχη πολιτική συνέντευξη και η σύντροφός του. Η εκτελεστική εξουσία απλώθηκε επί ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ σε πεδία που θεσμικά ανήκουν σε άλλες εξουσίες. Και δεν απλώθηκε αυταρχικά, όπως θα μπορούσε να συμβεί στην Τουρκία, ούτε μεθοδικά, όπως έγινε στην Ουγγαρία, αλλά τόσο παρασκηνιακά και άγαρμπα όσο παρασκηνιακά και άγαρμπα θα μπορούσε να κινηθεί ένας βαλκάνιος Ρασπούτιν – κάποιος που θα έλεγε σε μια εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς «άσκησε δίωξη εσύ και άσε τους να δικαιωθούν παρακάτω». Το αποτέλεσμα ήταν να χαθεί ο έλεγχος για ακόμη μια φορά και μετά τους κύκλους της πρώην εισαγγελέως κατά της Διαφθοράς να καταγγείλει και ο πρώην ήρωας και νυν αποδιοπομπαίος τράγος ότι του ασκήθηκαν πιέσεις.
Από αυτήν την άποψη, δεν καταλήγει σε φιάσκο το σκάνδαλο Novartis. Καταλήγει όλος αυτός ο αντιθεσμικός μακιαβελισμός, όλη εκείνη η σύλληψη που επιχείρησε να μετατρέψει το υπαρκτό πρόβλημα μιας γενικευμένης διαφθοράς σε πρόβλημα ελίτ και τελικά μετέτρεψε ένα ιατρικό σκάνδαλο σε σκάνδαλο δημοκρατίας. Εκείνη ήταν η αρχή. Κι αν ήταν εκείνη η αρχή, ο Πολάκης και οι αναρτήσεις του δεν μπορούσαν παρά να είναι το τέλος.