Το τελευταίο διάστημα παρακολουθούμε μια έξαρση της συζήτησης για το μέλλον της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα, όπου αναμειγνύονται, με έναν εν πολλοίς άναρχο τρόπο, η βία και η ανομία, η εμφάνιση των κτιρίων, η ποιότητα των σπουδών και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Πολλές από τις παρατηρήσεις αυτές μπορεί να έχουν κάποια βάση, ωστόσο οι λύσεις που προτείνονται είναι ελάχιστα πειστικές, κατά κανόνα δεν βασίζονται σε μετρήσιμα στοιχεία και μπορεί κανείς να εικάσει ότι εντάσσονται περισσότερο στην τρέχουσα κομματική αντιδικία παρά στην αναζήτηση βιώσιμων λύσεων για το μέλλον. Η Ελλάδα είναι πρώτη στον κόσμο ως προς το ποσοστό πτυχιούχων, αλλά ο βαθμός ικανοποίησης για την τριτοβάθμια εκπαίδευση συνολικά είναι πολύ χαμηλός.
Οι κατηγορίες για την ποιότητα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα αγνοούν την ποικιλότητα που υφίσταται ανάμεσα στα Ιδρύματα της χώρας. Για παράδειγμα: στις διεθνείς κατατάξεις από τα 22.000 πανεπιστήμια που υπάρχουν σε όλο τον κόσμο, περί τα 2.500 πληρούν τις προϋποθέσεις για ένταξη στο σύστημα κατάταξης Times Higher Education (απονομή διδακτορικών, ένα ελάχιστο όριο δημοσιεύσεων την προηγούμενη 3ετία, ένα ελάχιστο αριθμό τμημάτων σε διαφορετικές περιοχές κ.λπ.). Παρά το ότι όλα τα Ιδρύματα της χώρας διέπονται από το ίδιο θεσμικό πλαίσιο και αντιμετωπίζουν τα ίδια οικονομικά και άλλα προβλήματα, κάποια ελληνικά πανεπιστήμια (6 συνολικά και πρώτο ανάμεσά τους το Πανεπιστήμιο Κρήτης) βρίσκονται μεταξύ των πανεπιστημίων πρώτης κατηγορίας. Αυτό δεν έχει γίνει κατορθωτό για τα υπόλοιπα πανεπιστήμια της χώρας, για κανένα από τα ΤΕΙ ούτε για τα περισσότερα ιδιωτικά πανεπιστήμια που από πολλούς θεωρούνται «Η λύση» για το μέλλον.
Ποια είναι λοιπόν η συνταγή της επιτυχίας; Γιατί δεν προσπαθούμε να διδαχθούμε από το παρελθόν μας αντί να ψάχνουμε για δήθεν μαγικές λύσεις; Το Πανεπιστήμιο Κρήτης ξεχώρισε γιατί είχε από την αρχή της λειτουργίας του ανοικτές διαδικασίες: προσπάθησε να προσελκύσει καθηγητές υψηλού επιπέδου από όλο τον κόσμο και να ανοίξει νέους δρόμους σε νέα αντικείμενα. Στον αντίποδα αυτής της πρακτικής, οι προσωποπαγείς κρίσεις ένταξης βοηθών και επιστημονικών συνεργατών μετά τον νόμο 1268/82 σφράγισαν την στασιμότητα σε πολλά ΑΕΙ τις χώρας για 10ετίες. Μάθαμε από αυτό το παράδειγμα, ή έστω κινούμαστε προς τη σωστή κατεύθυνση σήμερα;
Η ιστορία των ΤΕΙ είναι διδακτική για την αποτύπωση μιας νοοτροπίας που επιδιώκει την ονομαστική αναβάθμιση χωρίς εχέγγυα ποιότητας. Το «Μικρό Πολυτεχνείο» έγινε ΚΑΤΕΕ, μετά ΤΕΙ, στη συνέχεια ΑΤΕΙ και τώρα προωθείται η άνευ όρων Πανεπιστημιοποίηση. Παρά τις αλλαγές των ονομάτων, οι βάσεις εισαγωγής δεν βελτιώνονται, καθώς η κοινή γνώμη και οι υποψήφιοι φοιτητές καταλαβαίνουν ότι δεν πρόκειται για υψηλού επιπέδου ιδρύματα. Πριν από 35-40 χρόνια στα ΚΑΤΕΕ οι εισακτέοι ανήκαν στο άνω 10%-15% των καλύτερων μαθητών/ αποφοίτων λυκείου, όταν από τα 130 χιλιάδες παιδιά μιας ηλικιακής κλάσης μόνο 15 χιλιάδες εισέρχονταν συνολικά στα ΑΕΙ και ΤΕΙ. Τώρα από τα 90 χιλιάδες, περί τις 70 χιλιάδες εισέρχονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και ασφαλώς δύσκολα θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι το 80% των ελληνοπαίδων είναι ταλέντα στην επιστήμη. Οι προσπάθειες που καταβάλλονται το τελευταίο διάστημα για ένταξη των ΤΕΙ στα Πανεπιστήμια χωρίς ουσιαστικές αλλαγές στη δομή και τη στελέχωσή τους, με κλειστές προσωποπαγείς διαδικασίες ένταξης του προσωπικού τους στο καθηγητικό δυναμικό άλλων εν λειτουργία Πανεπιστημίων οδηγούν σε ΤΕΙοποίηση των Πανεπιστημίων μάλλον, παρά σε αναβάθμιση των ΤΕΙ.
Τελικά, σημασία έχει πώς η χώρα θα αποκτήσει ένα καλύτερο ακαδημαϊκό οικοσύστημα με προστιθέμενη αξία για τις γενιές που ακολουθούν. Χρειαζόμαστε κατά τούτο ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων που θα οδηγήσουν στην ενίσχυση της εξωστρέφειας των ιδρυμάτων αλλά και στην αύξηση της ποιότητας των παρεχόμενων σπουδών και όχι άλλο ένα σχέδιο πολιτικής διαχείρισης του ακαδημαϊκού προσωπικού της χώρας ως ομάδας συμφερόντων.
Ο Οδυσσέας – Ιωάννης Ζώρας είναι πρύτανης τουΠανεπιστημίου Κρήτης. Ο Ιωάννης Καρακάσης είναι αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης