Πριν γίνει αναφορά στο σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, πρέπει να οριοθετηθεί το διακύβευμα. Δηλαδή, ο αριθμός των φοιτητών που μπορεί να υποδεχθεί κατά Τμήμα και Σχολή κάθε Ιδρυμα.
Ετσι, τα ΑΕΙ, στο πλαίσιο της αυτοδιοίκησής τους, αλλά και της κοινωνικής λογοδοσίας τους, θα πρέπει να έχουν την αυτοδυναμία προσδιορισμού του αριθμού των εισακτέων τους (numerus clausus).
Ο αριθμός αυτός πρέπει να βασίζεται στη λεγόμενη «φέρουσα ικανότητα» (για να δανεισθώ ορολογία από τους τουριστικούς προορισμούς).
Δηλαδή, στον μέγιστο αριθμό φοιτητών που μπορεί να φιλοξενήσει κάθε Ιδρυμα ώστε να μπορεί να παρέχει ικανοποιητική εκπαίδευση, με διεθνώς αναγνωρισμένους όρους ποιότητας για κάθε επιστημονικό αντικείμενο, σε συνδυασμό με τις διαθέσιμες υποδομές και τους σχετικούς πόρους.
Αυτό προϋποθέτει και «συμβόλαιο εκπαιδευτικής επιχορήγησης» μεταξύ κάθε ΑΕΙ και του υπουργείου Παιδείας για τον αριθμό που καλείται κάθε Ιδρυμα να εκπαιδεύσει για λογαριασμό της πολιτείας.
Στη συνέχεια, σε προπτυχιακό επίπεδο, θα μπορούσε να υιοθετηθεί μεικτό σύστημα εισαγωγής ανάλογα με τη ζήτηση κάθε Τμήματος και Ιδρύματος.
Με αυτόν τον τρόπο, Ιδρύματα που έχουν Τμήματα τα οποία παρουσιάζουν χαμηλή ζήτηση, θα μπορούσαν να υιοθετήσουν ελεύθερη πρόσβαση (όπως π.χ. συμβαίνει σε προγράμματα σπουδών στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο), ενώ όπου υπάρχει υψηλή ζήτηση, θα πρέπει να διατηρηθεί το σύστημα των Πανελλαδικών Εξετάσεων με βελτιώσεις.
Χρήσιμο και κοινωνικά δίκαιο ακόμη θα ήταν να θεσμοθετηθεί η δυνατότητα ειδικής πρόσβασης στην προπτυχιακή τριτοβάθμια εκπαίδευση, μετά από εξετάσεις, των αποφοίτων της μεταλυκειακής άτυπης εκπαίδευσης (ΙΕΚ), αφού έτσι θα μπορούσαν οι ενδιαφερόμενοι να απολαύσουν τα αγαθά της προσπάθειάς τους στο μέγιστο δυνατό επίπεδο.
Επίσης, δεδομένης της επικείμενης ολοκλήρωσης του «κύκλου ζωής» των ΤΕΙ της χώρας, άμεση μέριμνα πρέπει να δοθεί εντός του 2019 στην κατάργηση των αναχρονιστικών διακρίσεων ΠΕ και ΤΕ κατηγοριών, ανάλογα με την αποφοίτηση από πανεπιστήμιο ή ΤΕΙ, και την αντικατάστασή τους με ενιαία κατηγορία ΑΕ (ανώτατης εκπαίδευσης) για τους αποφοίτους προπτυχιακών τίτλων προγραμμάτων σπουδών με 240 ECTS. Η κίνηση αυτή, μεταξύ άλλων, θα αποσυμφορήσει από ανούσιες κατατακτήριες κατόχων τίτλων ΤΕΙ τα πανεπιστήμια.
Εκτιμάται ακόμη ότι η κίνηση αυτή για τον δημόσιο τομέα είναι ελεγχόμενου δημοσιονομικού κόστους, αφού ο αριθμός αυτής της κατηγορίας των εργαζομένων είναι περίπου το 1/10 του συνόλου τους.
Επιπρόσθετα, επιμέρους διαφοροποιήσεις σπουδών, όπως μηχανικοί τετραετούς φοίτησης και μηχανικοί πενταετούς φοίτησης, είναι άνευ πρακτικής ουσίας, αφού η διεθνής τάση είναι η ύπαρξη προσόντων και όχι επαγγελματικών δικαιωμάτων. Κατά συνέπεια, αναγκαία είναι και η ενιαιοποίηση των προγραμμάτων σπουδών, στη συγκεκριμένη περίπτωση πενταετούς φοίτησης.
Ο Παναγιώτης Ε. Καλδής είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, π. αναπληρωτής πρύτανης του ΤΕΙ Αθήνας