Η εκπαίδευση και η οικονομία φαίνεται ότι στις μέρες μας αποτελούν το «ζευγάρι» με το μεγαλύτερο προσδοκώμενο «ευτυχισμένης συμβίωσης»! Η συνεχής ανάπτυξη της κοινωνίας οδηγεί σε ανάγκες για νέες δεξιότητες, τα έξυπνα εκπαιδευτικά κέντρα αναπτύσσουν νέα προγράμματα, οι επιχειρήσεις και τα κράτη αναζητούν καινοτομία και παραγωγικότητα και μέσα σε όλα αυτά έχουμε την καλπάζουσα ανάπτυξη της ψηφιακής τεχνολογίας και της 4ης βιομηχανικής επανάστασης.

Η Ελλάδα παράγει γνώση και αυτό καταγράφεται σε όλες τις διεθνείς επιστημονικές λίστες αριστείας. Είναι όμως μια χώρα με χαμηλές επιδόσεις στις διεθνείς αξιολογήσεις για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ωστόσο ο αντίλογος που αναπτύσσεται από μερίδα της εκπαιδευτικής και πολιτικής ζωής της χώρας μας είναι ότι οι κοινωνίες και τα πολιτισμικά περιβάλλοντα των χωρών που συμμετέχουν στις αξιολογήσεις τύπου PISA διαφέρουν στα κριτήρια από τα δικά μας και αξιολογούν στα εκπαιδευτικά τους συστήματα διαφορετικές δεξιότητες από ό,τι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι σύγχρονες κοινωνίες απαιτούν προσαρμογή στους νέους κανόνες της αγοράς εργασίας, αλλά ταυτόχρονα και τη μόρφωση ώριμων πολιτών που μπορούν να πάρουν όλες τις αποφάσεις που απαιτούνται στα πολύπλοκα ερωτήματα των καιρών μας. Το βασικό ερώτημα ωστόσο παραμένει για τις οικονομίες σε κρίση όπως η ελληνική: πώς θα καλύψουμε το οικονομικό έλλειμμα που έχει βαρύνει επί σειρά ετών την εκπαιδευτική κοινότητα της χώρας, επηρεάζοντας τόσο τις υποδομές όσο και τα θέματα ανθρώπινου δυναμικού;

Κι αυτό καθώς η αύξηση των πόρων για την εκπαίδευση είναι μια πολιτική που είναι προφανές ότι οδηγεί στην ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής. Και δίνει «οδούς διαφυγής» στους νέους και στις νέες που αποφοιτούν ετησίως από τα ανώτατα ιδρύματα της χώρας. Οπως αναφέρουν οι διεθνείς μελέτες, σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ οι προοπτικές απασχόλησης βελτιώνονται για τους ενηλίκους που έχουν προχωρήσει πέρα από την υποχρεωτική εκπαίδευση. Ο κίνδυνος ανεργίας των ενηλίκων (25-34 ετών) που δεν ολοκλήρωσαν την ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι σχεδόν διπλάσιος σε σχέση με τους απόφοιτους της ανώτατης εκπαίδευσης, ενώ σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση, κατά μέσο όρο το 84% των ενηλίκων με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχει απασχόληση.

Τελευταία έρευνα του ΙΟΒΕ αναφέρει ότι η μεγαλύτερη μείωση της απασχόλησης ως προς το επίπεδο εκπαίδευσης τα τελευταία χρόνια σημειώθηκε στους απασχολουμένους με χαμηλότερη εκπαίδευση στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο, σε αντίθεση με τους απασχολουμένους που είναι πτυχιούχοι ανώτατης εκπαίδευσης. Ως αποτέλεσμα, το μερίδιο των πτυχιούχων ανώτατης εκπαίδευσης στο σύνολο της απασχόλησης αυξήθηκε κατά 10 περίπου μονάδες (από 21,4% το 2009 σε 30,9% το 2017), των κατόχων μεταπτυχιακών / διδακτορικών κατά 4 μονάδες (από 0,7% σε 4,8%) και των αποφοίτων Λυκείου κατά 3 μονάδες (από 31,7% σε 34,7%), εξέλιξη που αντανακλά τη συνεχιζόμενη αύξηση του εκπαιδευτικού επιπέδου των απασχολουμένων και μετά την έναρξη της κρίσης.