Ο Θέμης Μαρίνος, που έφυγε πριν από λίγες ημέρες από τη ζωή πλήρης ημερών και έργων σε ηλικία 101 ετών, έγινε θρύλος ήδη στον καιρό του. Και αυτό ήδη πριν από την πιο μεγάλη του στιγμή, την καθοριστικής σημασίας συμμετοχή του στην ανατίναξη της Γέφυρας του Γοργοποτάμου. Τα εξαιρετικά επιτεύγματά του, τόσο στον πόλεμο όσο και, έπειτα, στην ειρήνη, μετά δυσκολίας χωρούν σε μία σελίδα έστω και σε τίτλους. Ο τελευταίος από τους ήρωες του Γοργοποτάμου, ενσάρκωσε την έννοια του αγωνιστή της ελευθερίας και της πατρίδας με τον πιο ιδεώδη, γνήσιο, ανιδιοτελή και αψεγάδιαστο τρόπο.
Πριν από τον Γοργοπόταμο είχε πολεμήσει ως έφεδρος αξιωματικός πρώτα στο αλβανικό μέτωπο και στη συνέχεια στη Μάχη της Κρήτης, μέχρι που οι Γερμανοί τον συνέλαβαν αλλά εκείνος κατάφερε να δραπετεύσει. Αμέσως μπήκε στην Αντίσταση, μέχρι που κατάφερε να φύγει με υποβρύχιο για την Αίγυπτο και να ενταχθεί στις τάξεις της Πρώτης Ταξιαρχίας του Ελληνικού Στρατού στη Μέση Ανατολή. Εκεί, οι Βρετανοί τον εκπαίδευσαν στις ειδικές δυνάμεις τους ώσπου επέστρεψε πλέον στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 1942 και έπεσε με ομάδα αλεξιπτωτιστών ως μέλος της Βρετανικής Αποστολής, με σκοπό την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου και στρατηγικό στόχο τη διακοπή του ανεφοδιασμού των Γερμανών στο μέτωπο της Βόρειας Αφρικής. Η σημασία εκείνης της επιχείρησης ήταν διπλή: πρώτον, η επίτευξη του στρατηγικού της στόχου. Και, δεύτερον, η αισιοδοξία που γεννούσε, έστω και πρόσκαιρα, για την επόμενη ημέρα στην Ελλάδα, καθώς σε αυτή συνεργάστηκαν, για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα, οι δύο μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις της Κατοχής και από τις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος, το ΕΑΜ και ο ΕΔΕΣ.
Μετά τον Γοργοπόταμο, ο Μαρίνος συνέχισε τον αγώνα του στην κατεχόμενη Ελλάδα: διετέλεσε στρατιωτικός σύνδεσμος αντιστασιακών οργανώσεων με το Αρχηγείο της Μέσης Ανατολής, είχε την ευθύνη κρίσιμων επιχειρήσεων στην Αιτωλοακαρνανία, ιδίως σε δολιοφθορές υποδομών, την καθοριστική στιγμή της αποκοπής της Ιταλίας από τον Αξονα όταν, το 1943 οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στη Σικελία και ο Πόλεμος άρχισε να λαμβάνει την τελική τροπή του. Αμέσως μετά επέστρεψε στη Μέση Ανατολή για να γυρίσει, λίγο μετά, στην πατρίδα του, τη Ζάκυνθο, όπου και έστησε δίκτυο πληροφοριών και δολιοφθορών μέχρι την Απελευθέρωση το φθινόπωρο του 1944.
Μετά τον πόλεμο, ο οικονομολόγος Θέμης Μαρίνος διετέλεσε μέλος της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου της Βουλγαρίας, της Βαλκανικής Επιτροπής Παρατηρητών του ΟΗΕ, αλλά και στέλεχος της ελληνικής διοίκησης από διάφορες θέσεις. Εργάστηκε ακόμα σε διεθνή μεταπολεμικά αναπτυξιακά προγράμματα όπως του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ στο Ιράν ή του Γραφείου Δοξιάδη στην Αφρική. Μία ακόμα κύρια δραστηριότητά του υπήρξε η συγγραφή: μεταξύ των άλλων βιβλίων του, το δίτομο έργο του «Ο εφιάλτης της Αντίστασης», όπως και το «Μυστική Αποστολή στο Ιόνιο», αποτελούν θεμελιώδεις συμβολές στην ιστοριογραφία της περιόδου της Κατοχής, αλλά, ταυτόχρονα, και συναρπαστικά αναγνώσματα που διαβάζονται απνευστί.
Ενας μαχητής του διαμετρήματος, του ήθους και της αξίας του Θέμη Μαρίνου, που δεν πέρασε μία μέρα στην οποία να μην παλέψει με κίνδυνο της ζωής του για την πατρίδα στα πιο μαύρα χρόνια της, δεν μπορεί παρά να είναι, πριν από κάθε τι άλλο, ένας πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος, ο οποίος θα πει και θα γράψει αυτό που βίωσε και αυτό που πιστεύει χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Αυτό έκανε και εκείνος.
Ομως, τα όσα έγραψε, αν και ουδέποτε αμφισβητήθηκαν ουσιωδώς ως προς την αυθεντικότητα και την αντικειμενικότητά τους σε επίπεδο γεγονότων, προκάλεσαν συχνά πολεμική σχετικά με κάποιες από τις πολιτικές του κρίσεις για όψεις της στάσης της Αριστεράς μέσα στην Κατοχή, ιδίως όσον αφορά στις επιπτώσεις που είχαν πολιτικού χαρακτήρα επιλογές στο αμιγώς επιχειρησιακό σκέλος κρίσιμων αποστολών της Αντίστασης. Ακόμα περισσότερο επικριτικός υπήρξε ο Μαρίνος έναντι του Κινήματος της Μέσης Ανατολής, το οποίο, πέραν πάσης αμφισβητήσεως, κόστισε πάρα πολύ ακριβά στην Ελλάδα τόσο στα χρόνια της Κατοχής, όσο και μετά, στην Απελευθέρωση. Πάντως, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν φορές που οι μαρτυρίες και οι θέσεις του Μαρίνου εξόργισαν την Αριστερά, το κύρος του ως αντιστασιακού με μακρές περγαμηνές, αλλά και η τεκμηρίωση των όσων έγραψε ήταν τέτοια, που οι αντιδράσεις υπήρξαν τελικά συγκριτικά περιορισμένες στην έκταση, την ένταση και, κυρίως, τη σημασία τους. Στην πραγματικότητα, ο Μαρίνος έχαιρε τεράστιας εκτίμησης όχι μόνον από τη μία πλευρά του φάσματος στην οποία ανήκε, αλλά και από την άλλη, την οποία ενίοτε επέκρινε, ειδικά δε από τους ανθρώπους που έζησαν εκείνα τα μαύρα χρόνια και μπορούσαν πρωτογενώς να μαρτυρήσουν τη δράση και το έργο του.
Στη συναρπαστική «Μυστική αποστολή στο Ιόνιο», εκδόσεις Ικαρος, ο Μαρίνος, εξαιρετικός αφηγητής, θυμάται πώς έφτασε με την αποστολή του από την Ιταλία στη Ζάκυνθο: «Προς το τέλος της δεύτερης μέρας, πριν σκοτεινιάσει, κατά τις επτά η ώρα, με κάλεσε ο αξιωματικός υπηρεσίας στο περισκόπιο για να μου δείξει τη σιλουέτα της Ζακύνθου, κάμποσα ακόμα μίλια μακριά. Στη θέα του νησιού μου, παράξενα συναισθήματα με πλημμύρισαν: νοσταλγίας, χαράς, ελαφρού φόβου αλλά κι απερίγραπτης συγκίνησης.
Σκεπτόμουν ότι σε λίγες ώρες θα βρισκόμουν στη γενέτειρά μου, εκεί που ήταν η οικογένειά μου, την οποία είχα πέντε χρόνια να δω, αλλά και που δεν θα μπορούσα να συναντήσω ακόμη, για λόγους δικής τους ασφάλειας. Το υποβρύχιο πλησίαζε αργά προς την ακτή, χρησιμοποιώντας τις ηλεκτρικές μηχανές του για να μην ακούγεται θόρυβος. Κατά τις 2:15 η ώρα τη νύχτα της 23ης Απριλίου αναδύθηκε και ειδοποιηθήκαμε να ετοιμαζόμαστε γι’ αποβίβαση. Επικρατούσε φοβερή τρικυμία, την οποία δεν είχαμε αντιληφθεί όσο βρισκόμαστε εν καταδύσει. Με την ανάδυση σήμανε συναγερμός στο υποβρύχιο και οι πυροβολητές επάνδρωσαν τα πυροβόλα και τα πολυβόλα, ενώ το πλήρωμα πήρε θέσεις μάχης…».