Δεν είναι επαίτες. Εδώ και δύο μήνες μάλιστα με τη βούλα του νόμου αφού, ύστερα από τροπολογία, δεν υπάγονται πλέον στον νόμο περί επαιτείας βάσει του οποίου προσάγονταν συχνά – πυκνά σε αστυνομικά τμήματα. Και επειδή αναφέρομαι στους μουσικούς του δρόμου, αξίζει να πω ότι η τροπολογία ήρθε στη Βουλή ύστερα από τις έντονες αντιδράσεις και τις κινητοποιήσεις των «παιδιών» που παίζουν μουσική και τραγουδούν στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Το φαινόμενο βέβαια δεν είναι καινούργιο, αλλά ούτε πρόκειται για μετεξέλιξη της λατέρνας όπως έχω δει να γράφεται. Τους καλλιτέχνες που παίζουν μουσική ή κάνουν performance και happening εν μέση οδώ, τους συναντάμε στις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης και των ΗΠΑ και συνήθως, αν και έχουν ξεκινήσει από ανάγκη, παραμένουν στον δρόμο από επιλογή. Στην Αθήνα είναι ολοένα και περισσότεροι, ολοένα και καλύτεροι (παραμένουν βέβαια οι παράτονες και παράφωνες εξαιρέσεις).
Φέτος στις γιορτές, στα αγχώδη μου πάνω – κάτω στην Ερμού, με ηρέμησαν ή με ξαλεγράρισαν από γωνία σε γωνία. Σε μία γωνία, κάτω από την Καπνικαρέα συνάντησα και τον «Γλάρο». Ετσι όπως ξέρουν οι περισσότεροι τον Δημήτρη Κωσταγιόλα. Η σχέση του με τη μουσική άρχισε από τα πέντε του χρόνια, τότε που ξεκίνησε τα μαθήματα πιάνου, και, παρόλο που περιπλανήθηκε και σε άλλες επαγγελματικές διαδρομές, εκεί επέστρεφε πάντα. Οπως λέγαμε παραπάνω, στον δρόμο βγήκε από ανάγκη αλλά έμεινε από επιλογή. Παράλληλα, κάνει παραστάσεις και σε μουσικές σκηνές, αλλά ακόμη και σε αυτές μεταφέρει τη «γλώσσα του δρόμου». Τι εννοεί; «Μια πολυδιασπασμένη ατμόσφαιρα, μια κατάσταση συνεχούς επιφυλακής και αυτό που κάνω να είναι αρμονικό παρά τις μη αρμονικές συνθήκες που επικρατούν τριγύρω». Εξάλλου το πιο γοητευτικό στοιχείο μιας παράστασης στην Ερμού είναι, για τον ίδιο, το ότι πρέπει να αγαπήσει την αμηχανία που προκαλεί η παρουσία του.
O Δημήτρης παίζει τραγούδια που γράφει ο ίδιος σε στίχους του Ρίτσου, του Σαχτούρη, του Καρυωτάκη. Και μου λέει με καλλιτεχνική υπερηφάνεια πως έχει κάνει τον κόσμο να χορέψει με μελοποιημένα ποιήματα του Γιάννη Κοντού. Το πρόγραμμά του το λέει «μενού»: «Περιλαμβάνει διάφορα. Απέραντη αγάπη, διπλή απέραντη αγάπη, ευαίσθητο, πολύ ευαίσθητο, πάρα πολύ ευαίσθητο και άλλα τέτοια». Και πώς περιγράφει την εμπειρία της παράστασης στον δρόμο; «Μια μικρή οδύσσεια που πάντα όμως έχει την Ιθάκη της».
Η ευθραυστότητα
του «Γυάλινου Κόσμου»
Το πιο αυτοβιογραφικό έργο του Τενεσί Ουίλιαμς ο «Γυάλινος Κόσμος» είναι (θεωρώ μαζί με το «Λεωφορείο ο Πόθος») το πιο αγαπημένο από το κοινό και αυτό που έχει ανεβεί περισσότερες φορές στις θεατρικές σκηνές σε όλον τον κόσμο. Και στην Ελλάδα. Προσωπικά, το «ανακάλυψα» πολύ νωρίς, πριν ακόμη το δω ή το διαβάσω, όταν κάποιος μου είπε, κάπου διάβασα, για μια σκηνή που έχει περάσει πλέον στη μυθολογία του θεάτρου. Αθήνα, 1946, και ο Κουν ανεβάζει για πρώτη φορά το έργο στην Ελλάδα. Στον ρόλο της Λόρα η 20χρονη, τότε, Ελλη Λαμπέτη που στην τελευταία σκηνή, σβήνει το κερί με έναν τρόπο «μαγικό». Με μια ανεπαίσθητη ανάσα.
Εκτοτε, έχω δει πολύ καλές παραστάσεις του «Γυάλινου Κόσμου», από σημαντικούς έλληνες σκηνοθέτες. Θεωρώ όμως τη φετινή του Δημήτρη Καραντζά στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας μία από τις καλύτερες. Αυτός ο χαρισματικός νέος άνθρωπος (μόνο ως χάρισμα μπορώ να «ερμηνεύσω» τέτοιο ταλέντο σε τόσο νεαρή ηλικία) που τα τελευταία χρόνια μας έχει κάνει να αγαπήσουμε ακόμη περισσότερο το θέατρο, φέρνει επί σκηνής μία άλλη διάσταση των ηρώων, αυτή που μετασχηματίζει την αδυναμία τους σε απεγνωσμένη δύναμη. Εξαιρετική η Μπέτυ Αρβανίτη ως Αμάντα, ενώ ο Χάρης Φραγκούλης που αλωνίζει, ως πολυεργαλείο, τη σκηνή ερμηνεύοντας τον Τομ, αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι διεκδικεί άξια το «παράσημο» του καλύτερου ηθοποιού της γενιάς του – μάλλον και προηγούμενων.
Η ευθραυστότητα όμως του «Γυάλινου Κόσμου» επηρεάζει και τους ηθοποιούς. Μια ασθένεια έγινε αφορμή να ακυρωθούν αυτές τις μέρες οι παραστάσεις. Συνεχίζονται όμως από την επόμενη Τετάρτη 9 Ιανουαρίου. Αν αγαπάτε το θέατρο, μην τις χάσετε.
Πράσινα παπαγαλάκια
Ο τίτλος μπορεί να παραπέμπει σε διασπορά παραπολιτικών ειδήσεων και μάλιστα από συγκεκριμένο κόμμα αλλά, στην προκειμένη περίπτωση, κυριολεκτώ. Μιλάω δηλαδή για τους παπαγάλους στα πάρκα και τους κήπους της Αθήνας που τον τελευταίο καιρό μαθαίνω ότι έχουν υπερπολλαπλασιαστεί. Ανά είδος μάλιστα έχουν και τις επικράτειές τους. Οι γκριζοπρόσωποι κινούνται πέριξ του Μαξίμου (γιατί άραγε;), οι αλεξανδρινοί προτιμούν το πάρκο Τρίτση, ενώ οι «νοτιοαμερικάνοι» πράσινοι είναι πιο ευέλικτοι. Υπάρχει μάλιστα και ένας αστικός μύθος που μας λέει ότι στη δεκαετία του 1980, ένα κοντέινερ που μετέφερε παπαγάλους ανατράπηκε στο Ελληνικό και έκτοτε αυξάνονται και πληθύνονται.
Μίνως Μάτσας, συνθέτης
Τι μου αρέσει, τι δεν μου αρέσει
Επέστρεψα στην Αθήνα έπειτα από 15 χρόνια, γιατί μου έλειψαν η αταξία και η ασυνάρτητη δόμηση, τα βράδια του Αυγούστου που αδειάζει η πόλη, η βροχή από τα μηχανάκια στα φανάρια, το «νησί» της Πλάκας, τα νεοκλασικά της Αρεοπαγίτου, η Συγγρού χωρίς κίνηση, ο φούρνος του Τάκη στην Ακρόπολη, η Κοταρού στον Κολωνό, το Τσιν Τσιν στα Εξάρχεια, το Αu revoir στην Πατησίων.
Μου αρέσει να χαζεύω τις παρέες που ξενυχτάνε στις πλατείες και τους δρόμους που μου είναι οικείοι από τα παιδικά μου χρόνια, η Κοδριγκτώνος και το Πεδίον του Αρεως. Με πληγώνει η αγένεια των οδηγών, των επιβατών που πετάνε την «πραμάτεια» τους έξω από το αυτοκίνητο, οι βρώμικες πολυκατοικίες, τα ετοιμόρροπα νεοκλασικά, οι σωροί από τα σκουπίδια. Γύρισα γιατί είναι (ήταν;) ερωτική, ζεστή και ανθρώπινη πόλη. Τόσα χρόνια στην Αμερική δεν μπόρεσα να βγάλω από το μυαλό μου τη μυρωδιά από τις λεμονιές που ανθίζουν την άνοιξη.