Γεννημένος το 1944, γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας του Ρίο, με πατέρα ιστορικό – κοινωνιολόγο και αδελφή που χρημάτισε υπουργός Πολιτισμού, ο Σίκο Mπουάρκε αξιοποίησε το περιβάλλον του και θεμελίωσε το μπουμ της βραζιλιάνικης μουσικής σκηνής, παρέα με τον Αντόνιο Κάρλος Ζομπίμ, τους Αστρουντ και Ζοάο Ζιλμπέρτο κ.ά. Επηρεασμένος από την κλασική μουσική και την τζαζ, ανήκει ωστόσο σε κείνους που αξιοποίησαν τη λαϊκή παράδοση και τους αυτόχθονες μουσικούς δρόμους για να γεννήσουν μουσικοχορευτικά ιδιώματα όπως η σάμπα κανσάο και η μπόσα νόβα. Το ιδιαίτερο ωστόσο στην περίπτωσή του είναι ότι εκτός από την επιτυχία του στη μουσική σκηνή έχει εγκαθιδρυθεί ως ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς της σύγχρονης Βραζιλίας. Η «Βουδαπέστη» το πιστοποιεί απολύτως.
Πρόκειται για ένα μικρό πλην πυκνότατο μυθιστόρημα. Ο Μπουάρκε αγνοεί τις γραφικότητες και ιδεοληψίες που συνοδεύουν την εικόνα της χώρας του. Η Ιπανέμα και το καρναβάλι, το ποδόσφαιρο και ο ερωτισμός, η μουσική και οι φαβέλες είναι όλα παρόντα, αυτό όμως που κυρίως προβάλλεται είναι μια σταθερά αναπτυσσόμενη, αστικοποιημένη κοινωνία, πλήρως ενσωματωμένη στο παγκόσμιο σύστημα και στα πολιτισμικά του πρότυπα με τα καλά και τα κακά τους. Ο ήρωας και αφηγητής Ζοζέ Κόστα είναι ένας μεσοαστός ταλαντούχος συγγραφέας που αξιοποιεί επικερδώς το ταλέντο του υποδυόμενος την πένα των άλλων – πολιτικών, αρθρογράφων, συγγραφέων και κυρίως διασημοτήτων που θέλουν να δουν τυπωμένη την αυτοβιογραφία τους. Η ευρεία παιδεία του τον κάνει πλούσιο και διάσημο στην κοινότητα των συγγραφέων – φαντασμάτων, η οποία πραγματοποιεί την ετήσια συνέλευσή της άλλοτε στη Μελβούρνη άλλοτε στην Καζαμπλάνκα ή την Κωνσταντινούπολη, αποκαλύπτοντας τους πραγματικούς συγγραφείς έργων ποικίλων διασημοτήτων της λογοτεχνίας και όχι μόνο.
Στην επιστροφή του από μια τέτοια συνάντηση, το αεροπλάνο του Ζοζέ Κόστα κάνει αναγκαστική προσγείωση στη Βουδαπέστη, όπου εν μέσω παρατεταμένης αϋπνίας θα έρθει σε επαφή με την ανάδελφη ουγγρική γλώσσα μέσω των δελτίων ειδήσεων. Ταλαντούχος στην εκμάθηση ξένων γλωσσών (όπως και στη μίμηση αλλότριων στυλ γραφής), ο Ζοζέ θα αποκτήσει εμμονές με τη Βουδαπέστη και την ανοίκεια ουγγρική κουλτούρα. Ενώ συγγράφει ένα εξαιρετικά ευφάνταστο βιβλίο για λογαριασμό κάποιου γερμανού επιχειρηματία εγκατεστημένου στο Ρίο, νιώθει κουρασμένος και αλλοτριωμένος από τη ζωή με την αξιολάτρευτη πλην απομακρυσμένη σύζυγό του (εκφωνήτρια ειδήσεων στην τηλεόραση) και τον πεντάχρονο κακομαθημένο γιο του. Αφού παραδώσει το χειρόγραφο προτείνει διακοπές στη Βουδαπέστη. Βουδαπέστη; ρωτά με έκπληξη η σύζυγος, κι έτσι εκείνος φεύγει μόνος. Εγκατεστημένος πια στο Πλάζα της Πέστης και ύστερα από σειρά περιπετειών, μια χωρισμένη Ουγγαρέζα, η Κρίσκα, θα αναλάβει τη γλωσσική εκπαίδευσή του. Θα προκύψει ένας έρωτας βασισμένος πρωτίστως στα όσα ο ένας δεν γνωρίζει για την κουλτούρα του άλλου.
Το γυμνό σώμα
Η επιστροφή έπειτα από μήνες στο Ρίο συνοδεύεται από κάτι εξαιρετικά παράδοξο. Το βιβλίο που ο Ζοζέ συνέγραψε εν ονόματι του Γερμανού συναντά απρόσμενη επιτυχία λόγω του ευφάνταστου θέματός του: ο αφηγητής κρατάει σημειώσεις πάνω στο γυμνό σώμα της αγαπημένης του μουλάτας, γράφοντας έτσι ένα δερματικό – ενσώματο βιβλίο και προκαλώντας μυριάδες θηλυκά να αποτελέσουν σελίδα του ερωτικού του βίου. Ο Γερμανός έχει γίνει διάσημος με το μπεστ σέλερ του, μάλιστα αισθάνεται ότι το έγραψε ο ίδιος. Σε ένα διαρκές παιχνίδι μεταξύ πραγματικότητας, φαντασίας, ρόλων και ταυτοτήτων θα γοητεύσει και τη σύζυγο του Ζοζέ. Αυτός πάλι, σε μια έξαρση ζήλειας, θα της ξεφουρνίσει το επαγγελματικώς ανομολόγητο, ότι δηλαδή είναι ο πραγματικός συγγραφέας του βιβλίου.
Ωστόσο, οι συγγραφείς – φαντάσματα δεσμεύονται με αυστηρότατες ρήτρες στα συμβόλαιά τους ότι δεν θα αποκαλύψουν την αλήθεια. Επομένως ως μοναδική λύση προβάλλει η φυγή. Η Βουδαπέστη θα τον υποδεχτεί ξανά, αλλά η Κρίσκα τον απατά και τον εξευτελίζει ως αντεκδίκηση για τη φυγή του, μέχρις ότου η υπομονή του τόσο με την ίδια όσο κυρίως με την εκμάθηση αυτής της γλώσσας «που σέβεται κι ο διάολος» θα την ξαναφέρουν κοντά του. Είναι πλέον λόγιος στα ουγγρικά, δουλεύει για την Εταιρεία Συγγραφέων και επανεφευρίσκει τον εαυτό του γράφοντας για άλλους στη νέα του γλώσσα. Καταφέρνει μάλιστα να συνθέσει ένα αριστούργημα, το οποίο και χαρίζει στον γέροντα εθνικό ποιητή που έχει δει την καριέρα του να φυλλορροεί. Υστερα από χρόνια ωστόσο οι ουγγρικές Αρχές τον απελαύνουν ως παράνομο μετανάστη και η επιστροφή στο Ρίο θα αποδειχθεί καταστροφική: η κοινωνία του έχει αλλάξει ριζικά και η μητρική του γλώσσα μοιάζει τώρα με επίκτητη. Είναι η Ουγγαρία που θα τον ξανασώσει καλώντας τον επισήμως πίσω, μέσω ενός θεόπεμπτου συγγραφέα – φαντάσματος που γράφει για τη ζωή του Ζοζέ. Τίτλος του βιβλίου; Μα τι άλλο; «Βουδαπέστη».
Γλώσσα και συγκίνηση
Αβίαστη ποιητικότητα
Στο διαρκές παιχνίδι αντικατοπτρισμών και φαντασμάτων ενδύεται η σημερινή προβληματική για την κρίση ταυτότητας και την έννοια της δημιουργίας. Ειρωνικώ τω τρόπω, το κυνήγι του εξωτικού και του αλλότριου αντιστρέφεται: οι Τροπικοί θεωρούν ως γοητευτικά εξωτική την πάλαι ποτέ Κεντρική Ευρώπη – της οποίας η σύγχρονη ατμόσφαιρα αποδίδεται έξοχα με λιγοστές πινελιές. Ο Μπουάρκε ισορροπεί σε τεντωμένο σκοινί πάνω από έναν υπαρξιακό γκρεμό και μας οδηγεί με ασφάλεια στο απέναντι χείλος της αβύσσου. Η γλώσσα του είναι απλή, ευφάνταστη, ακριβής και η ποιητικότητα του κειμένου προκύπτει αβίαστα, όπως ακριβώς (εάν και όποτε) στην πραγματική ζωή. Η συγκίνηση παράγεται ως φυσιολογικό επακόλουθο στα χέρια της δοκιμασμένης μεταφράστριας του Πεσόα, Μαρίας Παπαδήμα. Η λογοτεχνία, αναμφίβολα, δεν έχει σύνορα στις μέρες μας. Οι μεταμφιέσεις μας ωστόσο κάποτε ισορροπούν και όλοι εν τέλει ένα βιβλίο γράφουμε – πιθανώς πάνω στα σώματα των άλλων. Κλείνω με ένα από τα πολλά παιγνιώδη ευρήματα του βιβλίου: τα ονόματα πολλών χαρακτήρων, συγγραφέων και μη, είναι δανεισμένα από τη θρυλική εθνική ομάδα της χώρας του 1950-1960 (Χιντεγκούτι, Πούσκας, Κότσις κ.λπ.), τους λεγόμενους «παντοδύναμους Μαγυάρους».
Σίκο Μπουάρκε
Βουδαπέστη
Μτφ. Μαρία Παπαδήμα, Καστανιώτης, σελ. 165
Τιμή: 12 ευρώ