Ο 60χρονος Αξελ Χόνετ, από τους σημαντικότερους πολιτικούς φιλοσόφους της σύγχρονης γερμανικής πολιτικής σκέψης, θεωρείται πλέον ο γνωστότερος εκπρόσωπος της λεγόμενης τρίτης γενιάς της Σχολής της Φρανκφούρτης. Το 1982-1983 εργάστηκε κοντά στον φιλόσοφο Γιούργκεν Χάμπερμας στο Max-Planck-Institut και σήμερα είναι διευθυντής του θρυλικού Ινστιτούτου για την Κοινωνική Ερευνα της Φρανκφούρτης και καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.

Στο νέο πολιτικό – φιλοσοφικό του δοκίμιο με τίτλο «Η ιδέα του σοσιαλισμού» (μτφ. Μαρία Τοπάλη, εκδ. Πόλις) επιδιώκει να δώσει νέα πνοή στα ιδεώδη του σοσιαλισμού ώστε να τα καταστήσει σύγχρονα (όσο και αν η λέξη έχει υποστεί κατάχρηση). Βασική του θέση είναι ότι η ιδέα του σοσιαλισμού έχασε τη λάμψη της επειδή οι θεωρητικές υποθέσεις του, οι οποίες απορρέουν από τη βιομηχανική εποχή, δεν έχουν συσχέτιση ή εφαρμογή στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές κοινωνίες. Μόνο αν αντικατασταθούν αυτές οι παρωχημένες πλέον ιδέες με καινούργιες που θα αντιστοιχούν στις εμπειρίες των καιρών μας, θα μπορέσουμε κι εμείς να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη μας σε μια ιδέα που κάποτε συντάραξε τον κόσμο. Οσο παλιά κι αν είναι η ιδέα του σοσιαλισμού, ανήκει στη δημόσια σφαίρα. Ειδικοί, πολιτικοί και δημοσιολογούντες μάς διαβεβαιώνουν συχνά ότι ο σοσιαλισμός ως ιδέα, αν δεν έχει πεθάνει ήδη, αντιμετωπίζει πάντως σοβαρά προβλήματα. Κι αυτό δεν είναι προφανώς κάτι καινούργιο. Αρκεί να θυμηθούμε το περίφημο TINA της Μάργκαρετ Θάτσερ (There Is No Alternative: δεν υπάρχει εναλλακτικός δρόμος).

Φιλοδοξία του βιβλίου είναι να αναβιώσει την προβληματική που μας αφορά, αλλά και να αποδείξει ότι ο σοσιαλισμός μπορεί υπό προϋποθέσεις να ανακτήσει την επιδραστικότητά του. Σε κάθε περίπτωση, ότι δεν αποτελεί απλώς ένα λείψανο του παρελθόντος και ότι είναι δυνατόν ακόμα και σήμερα να καθορίσει και να επηρεάσει τη σκέψη και τη δράση μας στον σύγχρονο πολιτικό κόσμο. Ο Χόνετ συνεχίζει να υποστηρίζει ότι ο σοσιαλισμός όχι μόνο δεν έχει ξεπεραστεί ως ιδέα, αλλά συνεχίζει να είναι η «τελευταία καλύτερη ελπίδα» για την ανθρωπότητα, ιδιαίτερα σε μια εποχή της ανόδου του νεοεθνικισμού. Είναι, με έναν τρόπο, βαθιά αφοσιωμένος στην προσπάθεια αναβίωσής του.

Το ενδιαφέρον βέβαια, πέρα από τις διαπιστώσεις, είναι η πεποίθηση του συγγραφέα πως γνωρίζει γιατί ο σοσιαλισμός έχει ξεθωριάσει και πώς μπορεί να αναβιώσει. Και το βιβλίο μπορεί να είναι ευσύνοπτο, αλλά τα επιχειρήματα είναι πυκνά και αιχμηρά. Κατ’ αρχάς, ο Χόνετ επιχειρεί να διαχωρίσει την «κανονιστική ιδέα» του σοσιαλισμού από το ξεπερασμένο θεωρητικό του πλαίσιο. Οπως το βλέπει ο ίδιος, η μεγαλύτερη αδυναμία του σοσιαλισμού είναι η ξεπερασμένη κατανόηση των κοινωνικών σχέσεων. Θεωρεί ότι βασικές ατέλειες του σοσιαλισμού υπήρξαν τρεις. Πρώτον, ο οικονομισμός, η πεποίθηση δηλαδή ότι οι οικονομικές σχέσεις καθορίζουν τον βασικό χαρακτήρα της κοινωνίας (στο σημείο αυτό απομακρύνεται από τον μαρξισμό και πλησιάζει τον Χέγκελ). Δεύτερον, η αντίληψη ότι μονάχα η βιομηχανική εργατική τάξη αποτελεί τον παράγοντα της κοινωνικής αλλαγής. Και τρίτον, ο ντετερμινισμός, η υπόθεση δηλαδή ότι η Ιστορία ακολουθεί γενικές τάσεις που μοιραία οδηγούν σε προκαθορισμένες πορείες.

Ο πραγματισμός

Αυτές οι ατέλειες εμποδίζουν τους σοσιαλιστές να ανταποκριθούν στις προκλήσεις ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου κόσμου και τους οδηγούν να παραμελήσουν την αξία των πολιτικών ελευθεριών παραμένοντας προσκολλημένοι στη λατρεία του προλεταριάτου και του σοσιαλιστικού οικονομικού μοντέλου της προγραμματισμένης οικονομίας. Γι’ αυτό και ο Χόνετ απομακρύνεται από την παραδοσιακή μαρξιστική ανάλυση προτείνοντας την επαναφορά στη συζήτηση των ιδεών του αμερικανού φιλοσόφου Τζον Ντιούι. Ο τελευταίος υπήρξε ένας από τους προοδευτικότερους στοχαστές και θεωρείται ένας από τους ιδρυτές του πραγματισμού – μαζί με τον Ουίλιαμ Τζέιμς και τον Τσαρλς Σάντερς Πιρς. Ο πραγματισμός, η σημαντικότερη ίσως συνεισφορά της Αμερικής στην παγκόσμια φιλοσοφία, αντιλαμβάνεται τη σκέψη ως εργαλείο για πρόβλεψη, για λύση του προβλήματος και για δράση και αρνείται την ιδέα ότι η λειτουργία της είναι να περιγράψει, να εκπροσωπήσει ή να καθρεφτίσει την πραγματικότητα. Οι πραγματιστές υποστηρίζουν ότι τα περισσότερα φιλοσοφικά θέματα – όπως η φύση της γνώσης, η γλώσσα, η ερμηνεία, η πεποίθηση και η επιστήμη – φανερώνονται καλύτερα μέσα στο πλαίσιο των πρακτικών χρήσεών τους. Η φιλοσοφία του πραγματισμού τελικά «δίνει έμφαση στην πρακτική εφαρμογή των ιδεών, ενεργώντας σε αυτές προκειμένου να τις ελέγξει πάνω στις ανθρώπινες εμπειρίες». Ο πραγματισμός εστιάζει σε ένα «σύμπαν που αλλάζει παρά σε ένα σύμπαν που δεν αλλάζει όπως οι ιδεαλιστές και οι ρεαλιστές είχαν υποστηρίξει».

Μέσω της ενσωμάτωσης των ιδεών του Ντιούι ο Χόνετ εν τέλει επεξεργάζεται μια νέα αντίληψη του σοσιαλισμού με στόχο την εγκαθίδρυση της κοινωνικής ελευθερίας μέσα από την οικογένεια, την οικονομία και την πολιτική συμμετοχή. Η πειραματιστική προσέγγιση του Ντιούι μπορεί να οδηγήσει στην επιθυμητή κοινωνική αλλαγή και στη δημιουργία ενός συνεργατικού μοντέλου δημοκρατίας ως εναλλακτική λύση στα μέχρι τώρα κυρίαρχα μοντέλα.

Απόσπασμα

«Είναι λάθος να πενθεί κανείς νοσταλγικά»

«…Είναι ήδη, εδώ και πολύ καιρό, λάθος να βλέπει κανείς στον σοσιαλισμό μόνο τη διανοητική έκφραση των συμφερόντων της βιομηχανικής εργατιάς, πόσο μάλλον το φερέφωνο ενός προλεταριάτου που ήταν ανέκαθεν επαναστατικό. Αυτή η ιδέα μιας πάγιας πρόσδεσης της θεωρίας σε μία και μοναδική ομάδα υπήρξε, στις αρχές του κινήματος, το αποτέλεσμα ενός εύκολου καταλογισμού αντικειμενικών συμφερόντων και έκτοτε έχει προδήλως αντικρουστεί, τόσο μέσω του δομικού μετασχηματισμού των συνθηκών απασχόλησης όσο και μέσω της διάλυσης του εργατικού κινήματος. Το να πενθεί κανείς νοσταλγικά στο κατόπι της, και να παλεύει απεγνωσμένα να την αναβιώσει τεχνητά, θα ήταν λάθος, αφού το αναπόφευκτο ερώτημα περί του κοινωνικού υποβάθρου ενός αναθεωρημένου σοσιαλισμού πρέπει να απαντηθεί με τρόπο θεμελιωδώς διαφορετικό, δηλαδή σε ένα υψηλότερο επίπεδο αφαίρεσης. Αν ο σοσιαλισμός αυτός εγγράφεται σε μια μακρά ιστορική διαδικασία απελευθέρωσης από εξαρτήσεις και εμπόδια που παρακωλύουν την επικοινωνία, την οποία και προσπαθεί να προεκτείνει στις συνθήκες προϊούσας προόδου των σύγχρονων κοινωνιών, δεν του επιτρέπεται να αντιλαμβάνεται ως ενσάρκωση της θεμελιώδους ιδέας του μόνο το εκάστοτε κοινωνικό κίνημα μέσω του οποίου αρθρώνεται ισχυρότερα και σαφέστερα η απαίτηση για μια τέτοια χειραφέτηση στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή» (σελ. 129  – 130).

Axel Honneth

Η ιδέα του σοσιαλισμού

Μτφ. Μαρία Τοπάλη, εκδ. Πόλις, 2018, σελ. 211

Τιμή: 14 ευρώ