Στην Ελλάδα έχει επικρατήσει θεσμικά η θέση ότι η ανώτατη εκπαίδευση, και κατ’ επέκταση η χρηματοδότησή της μέσω της φορολογίας, είναι δουλειά της πολιτείας. Σε αντίθεση, όλα τα στοιχεία από τη διεθνή εμπειρία δείχνουν ότι η αποκλειστικά κρατική προέλευση των πόρων δεν αποτελεί την καλύτερη προσέγγιση στο ζήτημα.
Ο κύριος λόγος είναι ότι πλήττεται η αναλογικότητα: τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού, που έχουν δυσκολότερα πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση, συνεισφέρουν αναλογικά περισσότερο επιδοτώντας έμμεσα την εκπαίδευση των πλουσιότερων. Επίσης, παραβιάζεται η ανταποδοτικότητα: στον βαθμό που η ανώτατη εκπαίδευση είναι η πιο σημαντική επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο (με μεγάλη βέβαια κοινωνική ανταποδοτικότητα), θα πρέπει ο απόφοιτος, που καρπώνεται την απόδοσή της, να επωμίζεται επίσης το μέρος του κόστους που του αναλογεί.
Ομως, για λόγους που είναι συχνά άσχετοι με την οικονομική λογική και πατούν σε ιδεολογικές και ιστορικές αγκυλώσεις, δεν έχουν αναπτυχθεί δυστυχώς στην Ελλάδα μια σειρά από χρηματοδοτικά εργαλεία και κίνητρα, που μπορούν να αυξήσουν τους διαθέσιμους πόρους στην ανώτατη εκπαίδευση χωρίς δημοσιονομική επιβάρυνση, όπως για παράδειγμα:
– Η χρηματοδότηση σπουδών με φοιτητικά δάνεια, που αποπληρώνονται μετά τις σπουδές με την εύρεση εργασίας και την ύπαρξη σταθερών εισοδημάτων. Εμφαση πρέπει να δίνεται στη σύνδεση της αποπληρωμής τους με το ύψος του εισοδήματος, ώστε να έχουν μεγαλύτερη συνεισφορά όσοι επωφελούνται περισσότερο. Για παρόμοια μέτρα είναι ζωτικής σημασίας η σύνδεση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με τον χρηματοπιστωτικό τομέα, ώστε να γεφυρώνεται η ακαδημαϊκή στόχευση με την ορθολογική χρήση των πόρων.
– Η οικονομική ενίσχυση της αριστείας, καθώς και της έγκαιρης αποφοίτησης, σε συνδυασμό με χαμηλά – αλλά αυξανόμενα – δίδακτρα καθυστέρησης σπουδών. Ετσι, οι φοιτητές θα έχουν επιπλέον λόγους να τελειώνουν τις σπουδές τους στον προβλεπόμενο χρόνο, εκτός βέβαια αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι, αυξάνοντας τον ζωτικό ακαδημαϊκό χώρο για τους φοιτητές «πλήρους απασχόλησης». Παράλληλα, όσοι για παράδειγμα επιλέγουν να δουλέψουν για να συνδυάσουν πτυχίο και επαγγελματική εμπειρία, θα ενισχύουν, έστω και ελάχιστα, όσους επιλέγουν την έγκαιρη ολοκλήρωση των σπουδών τους.
Η ουσιαστική έλλειψη παρόμοιων ευέλικτων μηχανισμών στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την πρακτικά αμιγώς κρατική χρηματοδότηση της ανώτατης εκπαίδευσης σε αντίθεση με τον υπόλοιπο κόσμο, παράγει μια σειρά από στρεβλώσεις που εμποδίζουν μάλλον, παρά ευνοούν, τη διάχυση στην κοινωνία της δυνατότητας για εκπαίδευση.
Είναι καιρός να περάσει η ανώτατη εκπαίδευση από το δόγμα της χρηματοδότησης των ανώτατων σπουδών μέσω των φορολογουμένων σε μια λογική ενίσχυσης των επιλογών των φοιτητών, δίνοντας περισσότερες ευκαιρίες και δυνατότητες στους ίδιους να πάρουν το μέλλον τους στα χέρια τους. Με αυτόν τον τρόπο, η πολιτεία μετατρέπεται, από μεταπρατικός διανομέας των φόρων, σε ρυθμιστικό παράγοντα των κανόνων που επιτρέπουν την πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση και τη δυνατότητα ολοκλήρωσης των σπουδών σε όλους, ιδιαίτερα στους νέους που δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν τους απαραίτητους πόρους.
Αυτονόητα, τα παραπάνω θα πρέπει να ισχύουν και για μη δημόσια ιδρύματα, είτε ιδιωτικά είτε μη κερδοσκοπικά. Ο ρόλος ενός κράτους που δουλεύει προς το συμφέρον των πολλών είναι να εξασφαλίσει, πέρα από την πιστοποίηση και τον έλεγχο του επιπέδου των σπουδών, ότι η πρόσβαση και η φοίτηση σε οποιοδήποτε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα είναι ανοιχτή σε όλους.
Το κεντρικό μήνυμα είναι ότι αν εξαπλωθούν παρόμοιοι ευέλικτοι μηχανισμοί χρηματοδότησης των σπουδών, θα οδηγήσουν σε ένα πιο ισορροπημένο μείγμα χρήσης των πόρων στην ανώτατη εκπαίδευση, που θα ενισχύσει την ποιότητά της οδηγώντας παράλληλα στον εκδημοκρατισμό της μέσα από τη συμμετοχή περισσότερων νέων στη διαδικασία της μόρφωσης.
Ο Σαράντης Καλυβίτης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και διευθυντής του Εργαστηρίου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (LINER)