Παρά την οκταετή περιπέτεια, η χώρα μας εξακολουθεί να βαδίζει στα τυφλά. Το μεγάλο πάθημα της χρεοκοπίας, που στοίχισε το 25% του εθνικού εισοδήματος, τη φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού και την παράδοση του ελέγχου της οικονομικής πολιτικής στους δανειστές, δεν έχει γίνει μάθημα. Συμπεριφορές που μας οδήγησαν στη μεγαλύτερη κρίση της μεταπολεμικής ιστορίας της χώρας εξακολουθούν να είναι ορατές γύρω μας. Μετά το τυπικό τέλος του τρίτου Μνημονίου και όσο πλησιάζουμε στις κάλπες, κινήσεις και αποφάσεις της κυβέρνησης σε βασικούς τομείς της οικονομικής πολιτικής προκαλούν έντονη ανησυχία για τις επιπτώσεις τους και για ένα πιθανό πισωγύρισμα με ανυπολόγιστες συνέπειες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συζήτηση για την αύξηση του κατώτατου μισθού. Αναμφίβολα, έπειτα από τη δραματική μείωση που έχουν υποστεί οι μισθοί των εργαζομένων και τις συνθήκες πλήρους απορρύθμισης που επικρατούν στην αγορά εργασίας, μια αύξηση του κατώτατου μισθού είναι απολύτως αναγκαία για κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους. Επιβάλλεται, όπως άλλωστε συνέβη και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που πέρασαν από τον γολγοθά των Μνημονίων. Αλλά πρέπει να γίνει εμπεριστατωμένα, με ανάλυση του συνόλου των παραμέτρων και προβολή όλης της αλυσίδας επιδράσεών της στην οικονομία. Και όχι στα τυφλά, όπως επιχειρείται σήμερα, με μοναδικό κριτήριο το πολιτικό όφελος που προσδοκά η κυβέρνηση στις ερχόμενες εκλογές.
Και σήμερα λοιπόν, η καλλιεργούμενη από την κυβέρνηση φημολογία για το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού περισσεύει, χωρίς, ωστόσο, η ίδια να έχει παρουσιάσει κάποια αξιόπιστη ανάλυση για τον αντίκτυπο που θα έχει στην οικονομία το ένα ή το άλλο σενάριο. Δηλαδή, ανάλογα με το ύψος της αύξησης, πόσο θα επηρεασθεί η ανταγωνιστικότητα, ποια θα είναι η επίδραση στη μεγέθυνση της οικονομίας, τι επιπτώσεις θα υπάρξουν στην επιδοματική πολιτική αφού θα αυξηθούν ανάλογα τα επιδόματα ανεργίας, πώς θα αντιδράσουν οι επιχειρήσεις σε βασικούς τομείς και κλάδους και πώς θα εξελιχθούν τα έσοδα από εισφορές προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Κρίσιμα ερωτήματα τα οποία στο παρά πέντε των αποφάσεων της κυβέρνησης δεν έχουν απαντηθεί και όπως όλα δείχνουν θα παραμείνουν αναπάντητα.
Κάτι αντίστοιχο, αν και άκρως πιο επικίνδυνο όσον αφορά το άμεσο κόστος που θα κληθεί να πληρώσει η οικονομία, συμβαίνει με την υπόθεση των αναδρομικών από τα κομμένα δώρα των Μνημονίων. Τα δικαστήρια, το ένα μετά το άλλο, βγάζουν αντισυνταγματικές τις περικοπές και όλα δείχνουν ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας θα δικαιώσει οριστικά τους συνταξιούχους και τους δημοσίους υπαλλήλους. Προς το ΣτΕ οδεύουν και οι προσφυγές κατά των αδικιών του νόμου Κατρούγκαλου εις βάρος των νέων συνταξιούχων. Η κυβέρνηση παρατηρεί με απάθεια τις εξελίξεις καλλιεργώντας ένα κλίμα εφησυχασμού, λες και η καταιγίδα που έρχεται δεν θα πλήξει σοβαρά την οικονομία με ένα κόστος που εκτιμάται ότι αγγίζει τα 15 δισ. ευρώ. Είναι σαφές ότι ο προϋπολογισμός θα καταρρεύσει υπό το βάρος των αναδρομικών και ότι χρειάζεται ένα σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης που έρχεται, το οποίο δεν υπάρχει. Επιπλέον, ο νόμος Κατρούγκαλου δεν μπορεί πλέον να σταθεί στα πόδια του. Αρα και εδώ απαιτούνται πρωτοβουλίες για ουσιαστικές παρεμβάσεις, που επίσης δεν διαφαίνονται.
Ολα, κινούνται στον ρυθμό της κάλπης. Ποιος νοιάζεται για το αύριο; Κάπως έτσι χρεοκοπήσαμε!