Ο Στάλιν ήταν ένας από τους μακροβιότερους δικτάτορες του εικοστού αιώνα και ο μόνος από την Τριανδρία του Μεσοπολέμου (Μουσολίνι, Χίτλερ, Στάλιν) που, όχι μόνο επέζησε του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά βγήκε και από αυτόν δυνατότερος. Μεταπολεμικά, η πιο μεγάλη περίοδος ισχυρού άνδρα στο σοβιετικό κομμουνιστικό καθεστώς ήταν η μπρεζνιεφική (1964-1982), μια περίοδος που χαρακτηρίστηκε ως «τα χρόνια της στασιμότητας» ή «τα χρόνια της αποκατάστασης των ισορροπιών», αναλόγως αν θέλουμε να βάλουμε σε αυτήν την περίοδο θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Την «αποκατάσταση» εν προκειμένω πρέπει να την εκλάβουμε μάλλον ως ευφημισμό (αν όχι ως καγχασμό), διότι υπονοεί ότι ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ «αποκατέστησε» την ισορροπία που είχε… διαταράξει ο προκάτοχός του Νικίτα Χρουστσόφ με την «αποσταλινοποίηση» και το… φιλελεύθερο άνοιγμά του. Εάν συνυπολογίσουμε ότι, ακόμη και κατά την «ανεκτική» περίοδο Χρουστσόφ (1953-1964), είχαμε δύο αιματηρές καταστολές εξεγέρσεων – στην Ανατολική Γερμανία και στην Ουγγαρία – καταλαβαίνουμε για τι είδους «αποκατάσταση» μιλάμε.
Γεγονός είναι πάντως ότι ο Χρουστσόφ ανατράπηκε με ένα αναίμακτο «παλατιανό πραξικόπημα», πράγμα πρωτόγνωρο για τα κομμουνιστικά ήθη της εποχής, και το δίδυμο Μπρέζνιεφ – Γκρομίκο, σε αγαστή συνεργασία με το δίδυμο Νίξον – Κίσινγκερ, έβαλε το πρώτο λιθαράκι για τον ενταφιασμό του Ψυχρού Πολέμου (ως γνωστόν, τον έθαψαν – οριστικά; – λίγα χρόνια αργότερα οι Ρέιγκαν – Γκορμπατσόφ). Επίσης, όσο και αν ακούγεται αλλόκοτο, η «αποκατάσταση» πήγαινε χέρι-χέρι με τη «στασιμότητα», εάν δεν ήταν απόρροιά της. Διότι τι άλλο είναι η «στασιμότητα» παρά η βαθιά πεποίθηση ότι τίποτε δεν πρόκειται ν’ αλλάξει εις το διηνεκές; Σου δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι από τίποτε και κανέναν δεν απειλείσαι, ιδίως όταν γι’ αυτήν τη «στασιμότητα» είσαι ο βασικός υπεύθυνος. Κάπως έτσι φαίνεται η «στασιμότητα» νανούρισε, όχι μονάχα τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ, αλλά και ολόκληρο το σοβιετικό σύστημα. Εάν μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα του 1981 εμφανιζόσουν μπροστά στα γερόντια του Πολιτικού Γραφείου (Πολιτμπιρό) και τους έλεγες ότι ακριβώς σε μια δεκαετία από σήμερα… δεν θα υφίσταται Σοβιετική Ενωση, θα σε υποδέχονταν με τόσους γέλωτες και τόσους χλευασμούς, όσους και το Δωδεκάθεο του Ολύμπου εάν του έκανες διάλεξη περί θνητότητας.
Υπάρχει ήδη πλούσια βιβλιογραφία με πρωτογενές υλικό γύρω από τα μπρεζνιεφικά «χρόνια της στασιμότητας», αλλά πιο αδιάσειστα τεκμήρια εξακολουθούν να παραμένουν τα ανέκδοτα που κυκλοφορούσαν τότε ευρέως στη σοβιετική κοινωνία. Σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά, ένα συννεφιασμένο πρωινό του 1972, κάποιος ταλαίπωρος σοβιετικός πολίτης πηγαίνει να παραγγείλει αμάξι στην κρατική αντιπροσωπεία αυτοκινήτων. Αφού περιμένει καρτερικά με τις ώρες σε μια τεράστια ουρά, καταφέρνει επιτέλους να βρεθεί μπροστά στον αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο και να διατυπώσει την επιθυμία του. Ο βαριεστημένος δημόσιος υπάλληλος δείχνει στον σοβιετικό πολίτη ένα ογκώδες ντοσιέ με φωτοτυπίες φωτογραφιών διαφόρων ανατολικοευρωπαϊκών μοντέλων αυτοκινήτων και τον προτρέπει να διαλέξει ένα της αρεσκείας του. Χαρούμενος ο σοβιετικός πολίτης διαλέγει κάποιο από τα πιο φτηνά. Ο δημόσιος υπάλληλος ανακοινώνει στον σοβιετικό πολίτη μια… αστρονομική τιμή και, αφού διαπιστώνει ότι στο άκουσμά της η ευφρόσυνη διάθεση του σοβιετικού πολίτη δεν κάμπτεται, προσθέτει σαδιστικά: «Ωραία. Θα σας παραδοθεί την 26η Απριλίου του 2012». – «Α, θαυμάσια!» αναφωνεί ο πολίτης· «πρωί ή απόγευμα;». Ο υπάλληλος κοιτάζει τον πολίτη αυστηρά: «Ακούσατε καλά; Σας είπα. Την 26η Απριλίου του 2012». – «Οχι, το κατάλαβα» επιμένει ο πολίτης· «πρωί ή απόγευμα;». – «Με δουλεύεις, άνθρωπέ μου;» εξαγριώνεται ο υπάλληλος. «Την 26η Απριλίου του 2012. Σε σαράντα χρόνια από σήμερα. Τι σε νοιάζει εάν θα είναι πρωί ή απόγευμα;» – «Διότι το πρωί», απαντάει στωικά ο πολίτης, «θα περάσει ο υδραυλικός».
Ξέχωρα από το εμφανές καλαμπούρι, μπορούμε να εντοπίσουμε μια σειρά από λεπτομέρειες στο ανέκδοτο που αποκαλύπτουν, ίσως και περισσότερο από το ίδιο το καλαμπούρι, την τότε «καθημερινότητα» του σοβιετικού πολίτη και πρωτίστως την αίσθησή του ότι αυτή η «καθημερινότητα» δεν θ’ αλλάξει ποτέ· είναι ένα είδος «μοίρας», ανάλογο με το μπόι σου ή το ιατρικό σου ιστορικό. Προσέξτε, λόγου χάριν, τις «φωτοτυπίες φωτογραφιών». Αναλογιστείτε προς στιγμήν μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων που, όχι μόνο δεν διαθέτει αυτοκίνητα, αλλά ούτε καν φωτογραφίες αυτοκινήτων, μονάχα φωτοτυπίες φωτογραφιών και, ταυτοχρόνως, έναν πολίτη/πελάτη που δεν τον ξενίζει αυτό το γεγονός, το θεωρεί απολύτως φυσιολογικό, αναπόσπαστο μέρος της «καθημερινότητάς» του. Με ποια και πόσα «μαγικά υλικά» να μαγειρεύτηκε αυτή η «καθημερινότητα»; Σε πόσο βάθος χρόνου και με ποια δοσολογία εξαναγκασμού/φαταλισμού οικοδομήθηκε αυτό το μοντέλο του πολίτη/πελάτη;
Χύθηκε πολύ μελάνι τις περασμένες ημέρες για τον μουσαμά με τη φωτογραφία των εκτυπωτηρίων εισιτηρίων στον (μελλοντικό) σταθμό «Συντριβάνι» του (μελλοντικού) Μετρό Θεσσαλονίκης. Επεσε άγριο κράξιμο στα social media – και δικαίως. Ορισμένοι διορατικοί σχολιαστές – όπως ο Πάσχος Μανδραβέλης και ο Τάκης Θεοδωρόπουλος στην «Καθημερινή» – δεν δυσκολεύτηκαν να προσομοιάσουν τον Αλέξη Τσίπρα με τη Μεγάλη Αικατερίνη, όταν η τελευταία περιόδευε στην Κριμαία και περνούσε μπροστά από τις χάρτινες προσόψεις ανύπαρκτων χωριών – τα θρυλικά «χωριά Ποτέμκιν», από το όνομα του πρίγκιπα που τα εμπνεύστηκε (η Ιστορία, που αποδεδειγμένα δεν στερείται χιούμορ, τον μεταμόρφωσε δύο αιώνες αργότερα σε… θωρηκτό και υπέκλεψε την υστεροφημία του). Επιπροσθέτως, ο Θεοδωρόπουλος σημείωσε και την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στον έλληνα Πρωθυπουργό και στη ρωσίδα αυτοκράτειρα. Ουσιαστικά η Μεγάλη Αικατερίνη ήταν θύμα της απάτης του πρίγκιπα Ποτέμκιν (ενός από τους αναρίθμητους εραστές της, ειρήσθω εν παρόδω), ενώ ο Αλέξης Τσίπρας, αλίμονο, ήταν συνένοχος και συνεργός.
Ωστόσο, ο Πρωθυπουργός μας δεν ήταν ο μοναδικός συνένοχος και συνεργός. Ούτε ο πιο απαραίτητος. Σε αντίθεση με έναν σταθμό του Μετρό που για να λειτουργήσει χρειάζονται κάποιες «εκ των ων ουκ άνευ» προϋποθέσεις (εξού και, όσο μάγος κι αν είσαι, δεν μπορείς να τον ανοίξεις δύο χρόνια πριν από την ώρα του), η λειτουργία μιας απάτης χρειάζεται απλώς και μόνο τη συγκατάθεση του εξαπατημένου. Η εξοικείωση με την εξαθλίωση – όπως στα μπρεζνιεφικά «χρόνια της στασιμότητας» -, η συμφιλίωση με την πεποίθηση ότι οι φωτοτυπίες φωτογραφιών, καθώς και οι μουσαμάδες τους, αποτελούν αναπόσπαστο και αναπότρεπτο τμήμα της «καθημερινότητας», προϋποθέτει έναν λαό (στη δική μας περίπτωση, ένα εκλογικό σώμα) βυθισμένο έως τα μπούνια στη μοιρολατρία, στην άνευ όρων παράδοσή του, στην αποδοχή του σκληρού του πεπρωμένου. Χωρίς τη δική μας εθελοτυφλία, η απάτη δεν λειτουργεί. Δεν έχουν λόγο να μη συνεχίσουν να μας εξαπατούν, όσον καιρό κι εμείς (με την ψήφο μας) εξακολουθούμε να μην τους τιμωρούμε. Να μην τους κλείνουμε την πόρτα κατάμουτρα. «No Campari, no party», που λέει και η σχετική διαφήμιση.