Σε μεγάλο βαθμό η λαίλαπα του λαϊκισμού είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας της παγκόσμιας ελίτ. Η απόκλιση των συμφερόντων ανάμεσα στην ελίτ και το μεγάλο σώμα των κοινωνιών αυξήθηκε κατακόρυφα τις τελευταίες δύο γενιές. Το περίεργο, λοιπόν, δεν είναι η ραγδαία άνοδος του λαϊκισμού παγκοσμίως αλλά γιατί αυτή καθυστέρησε τόσο.
Το παράδειγμα της Αμερικής είναι χαρακτηριστικό. Απόφοιτοι κολεγίων είδαν τη ζωή τους να βελτιώνεται δραστικά τις τελευταίες δεκαετίες, τα εισοδήματά τους να αυξάνονται, τα μητροπολιτικά κέντρα όπου ζούσαν να ακμάζουν, τις γειτονιές τους να απαλλάσσονται από την εγκληματικότητα. Η τεχνολογία βελτίωσε τη ζωή τους και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δημιούργησαν νέες κοινότητες.
Την ίδια ώρα τα εργατικά στρώματα μετρούσαν απώλειες. Οι λευκοί εργάτες, απόφοιτοι λυκείου, είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται, το ίδιο και τις ευκαιρίες τους. Στις γειτονιές που μένουν αυξήθηκε η εγκληματικότητα, η χρήση των ναρκωτικών και οι μονογονεϊκές οικογένειες.
Το ξήλωμα του ρυθμιστικού πλαισίου του τραπεζικού συστήματος, που είχε μπει μετά το μεγάλο κραχ, οδήγησε στην κρίση του 2008. Η κρίση, μαζί με τις συνεχείς φοροαπαλλαγές για τους πλούσιους Αμερικανούς, την άνιση κατανομή του οφέλους από την παγκοσμιοποίηση, τις ανισότητες της τεχνολογικής επανάστασης και την αποδόμηση του κοινωνικού κράτους οδήγησαν τα εργατικά στρώματα στην απόγνωση. Αυτή η πολιτική, που ήταν βασικά ρεπουμπλικανική πολιτική, υιοθετήθηκε και από τους Δημοκρατικούς με την «τριγωνοποίηση» του Κλίντον. Ετσι δημιουργήθηκε ένα consensus στη μετά Ρέιγκαν εποχή με έμφαση στις ανοιχτές αγορές, το ελεύθερο παγκόσμιο εμπόριο και την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου, αγαθών και ανθρώπων. Αυτό έφερε οφέλη στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, χωρίς όμως τη διάχυση του οφέλους στη βάση της πυραμίδας. Το Δημοκρατικό Κόμμα, κλασικός εκφραστής των εργατικών στρωμάτων στην Αμερική, άρχισε να χάνει την επαφή του μαζί τους. Ακολουθώντας μια ταυτοτική πολιτική άρχιζε να εκφράζει νέες κοινωνικές ομάδες, γυναίκες, νέους, γκέι, περιβαλλοντολόγους. Το αποτέλεσμα ήταν τα εργατικά και αγροτικά στρώματα της Αμερικής να μείνουν πολιτικά ανέστια. Πολλοί από αυτούς στράφηκαν στους Ρεπουμπλικανούς στη βάση κοινωνικών θεμάτων όπως ο πατριωτισμός, η οπλοκατοχή, οι αμβλώσεις, η θρησκεία. Παρότι τα οικονομικά τους συμφέροντα ήταν σε αντίθεση με την οικονομική πολιτική του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Ο Τραμπ κατόρθωσε να υφαρπάξει την ψήφο αυτών των ανθρώπων υποσχόμενος να προστατεύσει και να αποκαταστήσει θέσεις εργασίας. Στη βάση ενός οικονομικού προστατευτισμού και μιας πολιτικής ενάντια στη μετανάστευση. Ασκώντας, παράλληλα, κριτική σε αμερικανικές εταιρείες που μεταφέρουν τα εργοστάσιά τους σε άλλες χώρες για να αποφύγουν το υψηλό εργατικό κόστος.
Ουσιαστικά ο Τραμπ κατάλαβε και εξέφρασε την αγανάκτηση της λευκής εργατικής τάξης. Οχι μόνο σε επίπεδο οικονομικό αλλά και σε επίπεδο πολιτισμικό, ως ομάδα απειλούμενη από άλλες ομάδες.
Τηρουμένων των αναλογιών παρεμφερείς εξελίξεις συμβαίνουν και στην Ευρώπη. Τα σοσιαλιστικά κόμματα έχουν χάσει την επαφή τους με τα εργατικά στρώματα, ενώ οι φιλελεύθεροι ασχολούνται με πολιτικές ταυτότητας, χάνοντας τη μεγάλη εικόνα, όπως έγραψε πρόσφατα ο Μαρκ Λίλα. Και η μεγάλη εικόνα είναι ότι η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική επανάσταση στον τρόπο παραγωγής απειλούν, κυρίως, τα μη προνομιούχα στρώματα της κοινωνίας. Οσο οι παρούσες ελίτ αδυνατούν να το συνειδητοποιήσουν, θα εκχωρούν χώρο πολιτικής εκπροσώπησης σε κάθε είδους δημαγωγό. Κι αυτό δεν χρειάζεται να μας το θυμίσει το φάντασμα του Μαρξ στο Σόχο, 200 χρόνια μετά τη γέννησή του.
Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, πρώην υπουργός