Δίκαια ή άδικα ήταν το 2018 η χρονιά του; Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει ότι αναδείχθηκε στον ακριβότερο εν ζωή καλλιτέχνη, καθώς ο πίνακάς του «Πορτρέτο ενός καλλιτέχνη» (Πισίνα με δύο μορφές) άλλαξε χέρια σε δημοπρασία των Κρίστις προς 90,3 εκατ. δολάρια. Γεγονός που σαφώς του επιτρέπει να σφραγίζει με την παρουσία του τη χρονιά που έφυγε. Το ζήτημα είναι ότι δεν είναι το μοναδικό έτος που μπορεί να θεωρηθεί «το έτος» για τον Ντέιβιντ Χόκνεϊ. Διότι ο βρετανός παραστατικός ζωγράφος δεν έχει ανάγκη τέτοια γεγονότα για να βρεθεί στην κορυφή. Ούτε καν για να διατηρήσει τον μύθο του.
Χρονιά του θα μπορούσε να είναι επίσης το 2012 όταν από την έκθεσή του στη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου περνούσαν 7.512 άτομα ημερησίως επί τρεις μήνες. Το 2017 όταν η έκθεσή του στη βρετανική Τέιτ αναδείχθηκε στην πλέον δημοφιλή στην ιστορία του μουσείου, με περισσότερους από 4.000 επισκέπτες την ημέρα, και στο Κέντρο Πομπιντού του Παρισιού, με 5.000 και πλέον. Ακόμη και το 1970 όταν σε ηλικία μόλις 33 ετών είδε να οργανώνεται η πρώτη του αναδρομική ή και επτά χρόνια νωρίτερα, το 1963, όταν με το που εγκαινιάστηκε η πρώτη του ατομική έκθεση, τα έργα ξεπουλήθηκαν, κι ας ήταν θιασώτης της παραστατικής ζωγραφικής σε μια εποχή που το συγκεκριμένο είδος τέχνης θεωρούνταν ξεπερασμένο. Εκείνος κατάφερε να αναδειχθεί σε έναν από τους πρωτοπόρους της ποπ βρετανικής εικαστικής σκηνής.
Πώς το καταφέρνει να παραμένει στον αφρό, όπως λένε όσοι θεωρούν υπερεκτιμημένο τον τίτλο του ως «του σημαντικότερου εν ζωή βρετανού ζωγράφου»; Πολύτιμα όπλα στη φαρέτρα του είναι η αυτοπεποίθησή του, η τόλμη και το θράσος του, σύμφωνα με όσους δεν τον συμπαθούν.
Διότι όσο καταξιωμένος κι αν είναι κάποιος, δεν είναι εύκολο να αρνηθεί στη βασίλισσα της Αγγλίας να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο της. Αν και φέτος φιλοτέχνησε ένα βιτρό στο Αβαείο του Γουεστμίνστερ για να την τιμήσει. Νωρίτερα, να έχει αρνηθεί τον τίτλο του σερ. Να καπνίζει ακόμη και στα 82 του μαριχουάνα προς τέρψη, εκμεταλλευόμενος την κάρτα που του έχει παραχωρηθεί για την προμήθειά της για ιατρικούς λόγους. Να μην κρύβει την ομοφυλοφιλική του ταυτότητα τη δεκαετία του ’60, πριν ακόμη αποποινικοποιηθεί στη Βρετανία, ζωγραφίζοντας τους εραστές του. Να αρνείται να γράψει τη διπλωματική του εργασία στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών και τελικά η σχολή να υποκλίνεται στο ταλέντο του και να αλλάζει τον κανονισμό της ώστε να μπορέσει να του δώσει πτυχίο. Να ζωγραφίζει μέσω μιας εφαρμογής στην ταμπλέτα του και να καθιερώνει τις ψηφιακές του δημιουργίες μέσω μεγάλων μουσειακών εκθέσεων. Να καπνίζει μετά μανίας, να εξασφαλίζει την ανοχή ακόμη κι εκεί που δεν επιτρέπεται και να διατρανώνει την άποψή του υπέρ του καπνίσματος, δηλώνοντας πως ο αντικαπνιστής πατέρας του πέθανε στα 75 του επειδή έτρωγε μπισκότα σοκολάτας, ενώ ο ίδιος τον έχει ξεπεράσει ηλικιακά καπνίζοντας τουλάχιστον 10 τσιγάρα την ημέρα!
Κι αυτό ίσως είναι και το μοναδικό σημείο αντιπαράθεσης με τους γονείς του, με τους οποίους διατηρούσε μια σχέση λατρείας. Κι αν για τη μητέρα του, η οποία μεγάλωσε πέντε παιδιά και ήταν το αφεντικό του σπιτιού, δεν λέει πολλά, για τον χαμηλόμισθο πατέρα του που αγαπούσε τις κομμουνιστικές αντιλήψεις μιλά περισσότερο. Ισως επειδή αισθάνεται να ταυτίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό μαζί του, είτε ιδεολογικά, αφού αυτοπροσδιορίζεται ως αναρχοσοσιαλιστής, είτε σε πρακτικά ζητήματα, όπως η δραματική μείωση της ακοής που προσέβαλε και τους δύο λίγο μετά τα 40, διατηρώντας τους σε μια επιλεκτική απομόνωση.
Η επιτυχία που ήρθε νωρίς του άνοιξε τον δρόμο ώστε να επιβάλει τους όρους του.
Η οικονομική ανεξαρτησία τού προσέφερε το δικαίωμα στην επανάσταση και την κατάκτηση της σιωπής ή της ανοχής των υπολοίπων. Ηταν μόλις 17 ετών όταν μια σειρά πέντε λιθογραφιών του πουλήθηκαν σε χρόνο μηδέν. Ενα έργο του λίγα χρόνια αργότερα το παρέδωσε στο σπίτι του κορυφαίου φωτογράφου Σεσίλ Μπίτον και εισέπραξε 60 δολάρια, ποσό ικανό για το πρώτο του ταξίδι στη Νέα Υόρκη.
Ανάμεσα στη γενέτειρά του, τη Βρετανία, και την Αμερική όπου διατηρεί μεγάλη ακίνητη περιουσία, περιτριγυρισμένος πάντα από βοηθούς και συνεργάτες, αρκετοί εκ των οποίων έχουν την ιδιότητα του πρώην εραστή, ο Ντέιβιντ Χόκνεϊ μοιάζει να παραμένει εξίσου λαμπερός με τα χρώματα της παλέτας του, χωρίς να αφήνουν (έντονες) σκιές πάνω του ούτε το εγκεφαλικό που τον βρήκε πριν από επτά χρόνια, ενώ είχε πάει να αγοράσει εφημερίδα, ούτε ο θάνατος ενός εκ των βοηθών του, του 23χρονου Ντομινίκ Ελιοτ, από κατάποση καθαριστικού σωλήνων και αφού βρισκόταν υπό την επήρεια χαπιών και κοκαΐνης. Κι ίσως γι’ αυτό να ευθύνεται ότι όσο κι αν αφέθηκε στους πειρασμούς της μποέμικης ζωής και των ηδονών, ποτέ δεν έπαψε να δουλεύει εντατικά. Ακόμη και σήμερα φροντίζει να περνά τουλάχιστον έξι ώρες μπροστά στο καβαλέτο του χωρίς να σταματά μέχρι, όπως λέει, «να σκοντάψει».