«Σήμερα είμαι εντελώς μόνος. Αύριο θα ξέρω ποιοι θα ακολουθήσουν»: αυτή τη φράση είπε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον Γεώργιο Ράλλη όταν ο δεύτερος πληροφορήθηκε την τολμηρή απόφαση του πρώτου να ιδρύσει ξαφνικά το 1956 κόμμα διάδοχο εκείνου του Παπάγου. Η αφήγηση προέρχεται από την τελευταία συνέντευξη που έδωσε ο Ράλλης λίγο πριν φύγει από τη ζωή. Εκεί εξηγούσε πόσο παρακινδυνευμένη μα και γνήσια ριζοσπαστική πράξη ήταν η ίδρυση εκείνου του κόμματος, που όμως λίγο καιρό αργότερα θα έπαιρνε την εξουσία και θα την ασκούσε για τα επόμενα οκτώ χρόνια μέχρι που ο Καραμανλής θα αποχωρούσε από την πολιτική ζωή και την Ελλάδα. Οταν τελείωσε ο δικός του πρώτος πολιτικός κύκλος, ουσιαστικά τελείωσε και, οριστικά όμως εν προκειμένω, εκείνος της ΕΡΕ.
Μόλις ο Καραμανλής είχε διαδεχθεί τον Παπάγο, το φθινόπωρο του 1955, είχε, ταυτόχρονα, αυτοβούλως αναλάβει τη δέσμευση να πάει σύντομα σε εκλογές. Οι περισσότεροι πίστευαν τότε ότι κάτι τέτοιο δεν θα γινόταν καθώς το κλίμα ήταν πολύ δυσμενές για την κυβέρνηση ήδη αρκετό καιρό πριν. Επιπλέον, ο Καραμανλής εξασφάλισε αμέσως και πολύ ισχυρή εντολή από τους βουλευτές του Συναγερμού. Ουδείς λοιπόν φανταζόταν ότι όχι απλώς θα γίνονταν εκλογές και μάλιστα με νέο κόμμα. Με την αναγγελία της ίδρυσης της ΕΡΕ επεκράτησε αναταραχή σε ορισμένους στις τάξεις της ελληνικής δεξιάς και ουκ ολίγοι ήταν εκείνοι που προβληματίστηκαν στο παρασκήνιο αν θα ενταχθούν στις τάξεις της. Με ασφάλεια μπορεί να πει κανείς ότι, εκείνη τη στιγμή, πολύ περισσότερη ανησυχία υπήρξε σε τέτοιους κύκλους παρά στα αντίπαλα κομματικά στρατόπεδα της εποχής: ειδικά δε μεταξύ των υποστηρικτών του Παναγιώτη Κανελλόπουλου και του Στέφανου Στεφανόπουλου που θεωρούσαν εαυτούς αδικημένους από την ξαφνική ανάθεση της εντολής στον Καραμανλή από τον Βασιλέα Παύλο. Ο Καραμανλής, που φυσικά τα γνώριζε όλα αυτά, είχε σκοπό να ξεκαθαρίσει μια και καλή το πολιτικό τοπίο πρώτα εντός της παράταξής του και, στη συνέχεια, στο ευρύτερο πλαίσιο. Ηταν, ουσιαστικά, δύο κινήσεις σε μία, καθώς η ΕΡΕ κατέβηκε αμέσως σε εκλογές. Ομως, παρά την αναστάτωση που προκάλεσε σε πολλούς, αυτή η κίνηση πέτυχε τελικά και τους δύο στόχους της. Αλλωστε, κάτι αντίστοιχο είχε κάνει και ο Παπάγος το 1951, με εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Ο Καραμανλής κυριάρχησε πλήρως. Και η μετάβαση από τον Συναγερμό στην ΕΡΕ σήμαινε ταυτόχρονα και τη μετάβαση σε μία επόμενη φάση πιο μακριά από τις οξύτητες των πρώτων μετεμφυλιακών ετών: ήδη από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε πρωθυπουργός ο Καραμανλής είχε παύσει οριστικά τις πολιτικές εκτελέσεις, ενώ σταδιακά επιχείρησε και κατάφερε να περιορίσει [όπως όμως μετά πικρά αποδείχθηκε όχι αρκετά] τόσο τον χαρακτήρα του πρώτου μετεμφυλιακού κράτους όσο και τον αριθμό των πολιτικών κρατουμένων που παρέλαβε ως πρωθυπουργός.
Η περίοδος στην οποία ο Καραμανλής και η ΕΡΕ κυβέρνησαν την Ελλάδα δεν έχει μελετηθεί και κατανοηθεί επαρκώς μέχρι και σήμερα στις ουσιαστικές και πλήρεις διαστάσεις της, ενώ ένα πέπλο τη σκεπάζει ακόμα, απότοκο της κρίσης που ξέσπασε σε όλα τα μέτωπα από τις εκλογές του 1961 και μετά και την έναρξη του Ανένδοτου Αγώνα των Γεωργίου Παπανδρέου και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Μηχανισμοί της πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου που είχαν βρεθεί σε ύπνωση είναι προφανές ότι κατάφεραν να ξεφύγουν από κάθε έλεγχο, κάτι που πολιτικά το πλήρωσε ο ίδιος ο Καραμανλής περισσότερο από κάθε άλλον, ενώ, αντίστοιχα, το κεφαλαιοποίησε τελικά η νεοπαγής τότε Ενωσις Κέντρου. Πάντως, μπορεί να συγκρατήσει κανείς δύο αδιαμφισβήτητα στοιχεία: πρώτον ότι στις ημέρες της ΕΡΕ ήταν που η ΕΔΑ έγινε αξιωματική αντιπολίτευση χωρίς αυτό να επηρεάσει την κοινοβουλευτική λειτουργία ή να οδηγήσει σε εκτροπές. Και, δεύτερον, ότι η περίοδος εκείνη υπήρξε μακράν η πλέον επιτυχής στην πορεία ανόρθωσης μιας Ελλάδας εξαιρετικά ταλαιπωρημένης, που είδε πρωτοφανείς ρυθμούς ανάπτυξης καθώς και το νέο ευρωπαϊκό όνειρο που άρχισε να γίνεται πραγματικότητα.