Κατεβαίνεις το ημιυπόγειο στο Κουκάκι, και ένας κόσμος σού φανερώνεται. Οι χαρακτήρες του γελοιογράφου και εικαστικού Γιάννη Λογοθέτη – και του εγγονού του Χριστόφορου – είναι γνώριμοι, είναι σχεδόν ταυτοτικό το ύφος του, γνωστό από τα έντυπα δεκαετιών, την τηλεόραση, τον δρόμο που χάραξε ο αιρετικός και πάντα γελαστός καλλιτέχνης που περνάει τη μισή ημέρα του εδώ στο ημιυπόγειο που περιγράφουμε και που περικλείεται ο δικός του κόσμος. Ο γνωστός και ως ΛοΓό βέβαια, έχει και μια άλλη πλευρά, εξίσου σημαντική, είναι στιχουργός τα τελευταία 40 και παραπάνω χρόνια περίπου 400 δισκογραφημένων τραγουδιών, ορισμένων τεράστιων επιτυχιών όπως το «Ετσι είναι ζωή» ή το «Ασπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε» με τη Μοσχολιού και βέβαια ένας εκ των εισηγητών του λεγόμενου χιουμοριστικού τραγουδιού, με σουξέ όπως «Το σκυλάκι το κανίς» ή τον γνωστό κύκλο τραγουδιών «Γελοιογραφίες» με τον Θέμη Ανδρεάδη. Ο ΛοΓό, από το εργαστήριό του, θυμάται μια εποχή, μας διαβάζει το κείμενο που είχε γράψει για τον δίσκο του «Τραγούδια με νόημα» ο μέγας Μποστ, αναλύει τις δικές του θέσεις για το ελληνικό τραγούδι και τη γελοιογραφία και περιγράφει τη διαδρομή του στην τέχνη και τη δημοσιογραφία (για πολλά χρόνια ο ΛοΓό εργάστηκε στα «ΝΕΑ» και τον «Ταχυδρόμο» του ΔΟΛ).
Καθόμαστε και απαγγέλλει τραγούδι του για το πάλαι ποτέ καφέ μπαρ Φελλός στο Κουκάκι, στέκι πολλών.
Σας θυμάμαι από τον Φελλό στην οδό Δράκου.
Μαζευόμασταν εκεί πολλοί: Κατσιμίχας, Γιώργος Σαρρής, Θαλασσινός, Θανάσης Συλιβός.
Αναρωτιέμαι παρατηρώντας πως έχετε κάνει τραγούδι ένα στέκι σας, λογική σας στα τραγούδια είναι η ζωή σας;
Θα σου πω. Από πολύ μικρός έκανα σκίτσα και έγραφα τραγούδια. Τα βιβλία μου στην τσάντα μου μέσα στα περιθώρια είχαν σκίτσα. Είχα και ραδιόφωνο και ήμουν κολλημένος.
Αρα πάντα θυμάστε να ζωγραφίζετε και να ακούτε τραγούδια.
Να ακούω ελληνικά και ξένα για την ακρίβεια. Μου άρεσαν ορισμένοι που ακούω και σήμερα: Ντιν Μάρτιν, Πέρι Κόμο, Νατ Κινγκ Κόουλ, Ρενάτο Καροζόνε. Στα «Τραγούδια με νόημα» σε ένα τραγούδι του Ρενάτο έχω βάλει ελληνικά λόγια και το λέει ο Γκιωνάκης.
Πώς προκύψαν τα σκίτσα;
Εμενα σε μια αυλή με 5-6 οικογένειες.
Περιοχή;
Ταμπούρια στον Πειραιά. Κάθε εβδομάδα κάθε οικογένεια έπαιρνε το περιοδικό «Ρομάντσο» και γύρναγε σε όλους! Εγώ κόλλησα στα σκίτσα.
Ποιοι ήταν τότε;
Αρχέλαος, Χριστοδούλου, Πολενάκης, Παυλίδης. Κάποια στιγμή ρώτησα ένα παιδί στη γειτονιά μου που έκανε σκίτσα, τον Σταματάκη, πώς γίνονται αυτά. «Με σινική μελάνη. Να τα κάνεις μοντέρνα» μου είπε. Κατάλαβα πως έπρεπε να κάνω τα παπούτσια με κρεπ, κάτι τέτοιο. Μέχρι που πήρα μέρος σε μια έκθεση στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, και ήλθε ο Γ.Π. Σαββίδης με τη γυναίκα του και την Ειρήνη Παπά και μόλις έφτασε στα δικά μου του άρεσαν πολύ, περίπου αρχές του ’60.
Ετσι μπήκατε στον «Ταχυδρόμο»; Ο Γ.Π. Σαββίδης ήταν τότε διευθυντής.
Ναι! Ολοι θέλανε να βάλουν κάτι στον «Ταχυδρόμο», τότε. Μου άρεσε τόσο πολύ το περιβάλλον της Χρήστου Λαδά που πήγαινα χωρίς να κάνω τίποτε.
Ποιους θυμάστε;
Σκαλιώρας, Ζενάκος, Κώστας Μητρόπουλος, η Βαφία, μια γλύπτρια. Ενα πολύ ωραίο περιβάλλον.
Και;
Μου δώσανε ένα μυθιστόρημα να το εικονογραφήσω, έβλεπα τον Αργυράκη να εικονογραφεί, τον Μυταρά. Από ένστικτο τα έκανα όλα αυτά, σε συνέχειες, το διάβαζα κι έβρισκα εικόνες, σκέφτηκα οι εικόνες να είναι κομμένες από μαύρο χαρτί και κολλημένες σε φόντο λευκό και μου έβγαιναν τόσο ωραία. Στον «Ταχυδρόμο» έμεινα κάνα δυο χρόνια και μετά έφυγα έξω γιατί έγινε η χούντα.
Λέτε συχνά πως στενοχωρηθήκατε πολύ με τη χούντα.
Πολύ. Από πιτσιρίκος φοβόμουν αυτούς που φόραγαν στολές, γι’ αυτό ο Ανδρέας Παπανδρέου το ’81 μού έκανε ένα δώρο μεγάλο που δεν φοβόμουν πλέον τους αστυνομικούς.
Μόλις έγινε χούντα τι κάνατε;
Ημουν παντρεμένος κατ’ αρχάς. Υπήρχε μια δημοσιογράφος, η Γιολάντα Τερέντσιο, η οποία είχε φίλο έναν γελοιογράφο στο Λονδίνο που λεγόταν Λέσλι Ιλιγουορθ και δούλευε στην «Daily Mail». Ηταν διάσημος, είχε και εκπομπή με έναν άλλο διάσημο γελοιογράφο, τον Βίκι, το παίζανε «αριστερός – δεξιός». Με έστειλε σε αυτόν να με βοηθήσει.
Πού μένατε;
Πήγα και τον βρήκα, χάρηκε πολύ. Μας πήγαινε σε μπαρ και έλεγε «οι Ελληνές μου». Αυτός είχε μια σοφίτα στη Φλιτ Στριτ. Μας την έδωσε. Μετά πήγαμε Παρίσι και τελικά γυρίσαμε Αθήνα.
Μετά;
Κάνω διάφορες δουλειές. Η γυναίκα μου είναι γραφίστρια και εργαζόταν στον Χάρη Πάτση, μέχρι που έκανα τα πρώτα μου τραγούδια και πήρα και λεφτά.
Πώς γνωρίσατε τον Δήμο Μούτση;
Είχα πάει σε ένα μαγαζί στην Πλάκα, στην Παλιά Αθήνα, να βρω κάποιον και γνωριστήκαμε. Εν τω μεταξύ είχε κάνει ο Μποστ κάτι τραγούδια. Μου λέει ο Μούτσης να κάνουμε κάτι τέτοιο, ήταν τότε με την κόρη του Βουσβούνη που είχε πάρει τον Γαλαξία της Βλάχου. Πήγαινα εκεί σπίτι τους και φτιάχναμε τραγούδια. Καθόταν αυτός στο πιάνο και στο τέλος βγήκε το «Χαράματα με το πρώτο λεωφορείο» που είπε ο Μητσιάς. Αντί για τραγούδι σατιρικό, βγήκε δραματικό! Μπαίνω στο τραγούδι, μετά στην Κολούμπια γνωρίζομαι με τον Λουκιανό και κάνουμε σε μικρό δισκάκι το «Αχ Μαρία» και το «Κοίταξε να δεις». Και πουλάει 60.000 αντίτυπα!
Μετά;
Μετά ο Τ.Β. Λαμπρόπουλος με γνωρίζει με τον Χατζηνάσιο και κάνουμε το «Εχει ο Θεός», μεγάλο δίσκο. «Πάρε τον ηλεκτρικό», «Αν μ’ αγαπάς φίλα σταυρό». Ενώ εκεί κάναμε μεγάλη επιτυχία, εγώ είχα στον νου μου πάντα το χιουμοριστικό τραγούδι. Το γελοιογραφικό όπως το λέω. Και πάω μια βραδιά σε μια μπουάτ στην Πλάκα και βλέπω έναν πιτσιρικά που τραγουδούσε: τον Θέμη Ανδρεάδη. Εκανε και κάτι πλάκες. Λέω ωραίος αυτός. Ξεκινήσαμε να κάνουμε τραγούδια, έβαλε κάτι μουσικούλες ο Θέμης, βγήκαν τα τραγούδια, ο δίσκος είναι οι «Γελοιογραφίες». Χαμός. Αφού όμως έπεσε η χούντα, ήταν κομμένος ο δίσκος και ο Θέμης επί χούντας. Μετά μου λέγανε οι κοπέλες στην Κολούμπια πως εκεί πέρα είχε τόσο πολλή δουλειά, που ξενυχτούσαν για να φακελώνουν δίσκους, εποχή που είχε ουρές για Μίκη. Αυτός ο δίσκος χάλαγε τον κόσμο. Είχαμε κάνει και μερικοί γελοιογράφοι μια έκθεση στου Μπαχαριάν. Χαμός, ουρές, ο κόσμος είχε ανάγκη τότε.
Στα έντυπα πώς μπαίνετε;
Είχαμε πάει διακοπές, κάπου στην Εύβοια, δεν είχα δουλειά τότε. Πήγαινα και έπαιρνα από την ΑΕΠΙ κάτι προκαταβολές, στη Σπυρίδωνος Τρικούπη για τα τραγούδια μου, ένα μικρό μαγαζί. Με ψάχνει τότε ο Ροδόλφος Μορώνης και άλλοι. Τον είχε βάλει ο Φιλιππόπουλος και με γυρίζουν πίσω για να πάω στην «Ελευθεροτυπία», τέτοια ευκαιρία δεν χάνεται, σκέφτηκα!
Πόσο μείνατε;
Οκτώ χρόνια δούλεψα, μετά έφυγε από κει ο Φιλιππόπουλος και με πήρε στο «Εθνος». Στις «Εικόνες» είχα δικό μου δισέλιδο. Μετά πήγα, στα κυριακάτικα «ΝΕΑ», με διευθυντή τον Λυκούργο Κομίνη. Μετά στα καθημερινά «ΝΕΑ», μετά ξανά στο «Εθνος», με φωνάξανε στα «ΝΕΑ» γιατί μια γελοιογραφία μου την είχε πάρει η «Monde» και είχε κάνει ένα σχόλιο, τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Μετά πήγα στη «Νίκη», μέσω Δημήτρη Μαρούδα. Και με μισθό μεγαλύτερο από το «Εθνος».
Τι άλλο θυμάστε από τις εφημερίδες;
Στην «Ελευθεροτυπία» δεν μου είπε ποτέ κανείς τίποτε. Μια φορά σε μια σύσκεψή της, ένας αρχισυντάκτης, πετάγεται και λέει: «Νομίζεις πως σε πληρώνουμε γι’ αυτή την κουτσουλιά που κάνεις; Σε πληρώνουμε για την υπογραφή σου». Και τσαντίζομαι και κάνω ένα τετράγωνο την άλλη μέρα με μια υπογραφή μου μέσα. Τίποτε άλλο. Και μπήκε.
Δουλεύατε με χαρακτήρες στη γελοιογραφία τότε ή γενικά με επικαιρότητα;
Είχα χαρακτήρες. Μερικά χρόνια είχα τα Φτωχαδάκια. Μερικά από αυτά γίνανε τραγούδια, το «Πεινιάου», με τον Μαργαρίτη. Ενα τύπος με μπαλώματα, όπως είναι τώρα οι φτωχοί, πάντα πεινάω έλεγε. Και μια γάτα δίπλα σκελετωμένη έλεγε κι αυτή: Πεινιάου. Το λέμε παρέα με τον Μαργαρίτη. Εκανα και εικονογραφήσεις. Αλλά δεν ήθελα να βάλω πρόσωπα, π.χ. τον Μητσοτάκη ή τον Ανδρέα. Το έκανα λίγο, αλλά μου φαινόταν φτηνό.
Οι μεγάλοι τότε;
Ο Μητρόπουλος, ο Κυρ, ο Μποστ μοναδικός.
Τον αγαπούσατε.
Ημασταν φίλοι, έμενε εδώ, στη γωνία (σ.σ.: Ακρόπολη), όταν παντρεύτηκα νοικιάσαμε ένα σπίτι πολύ κοντά στον Μποστ. Είχα βγει στο τραγούδι, είχα κάνει καλές αρπαχτές σε περιοδεία. Ημουν και στη Νεράιδα, ένα καλοκαίρι. Εγώ τα έλεγα κι έκλεινα το πρώτο μέρος. Μετά έβγαινε ο Κόκοτας, ο Διονυσίου.
Φτιάξατε ένα ρεύμα δικό σας. Δεν επαναλήφθηκε.
Βαρέθηκα το ξενύχτι. Εγινε ρεύμα, όλες οι εταιρείες πήγαν να μιμηθούν, ο μόνος που έκανε κάτι ήταν ο Μηλιώκας. Αυτά που έκανα εγώ τα δούλευα τριάντα χρόνια με γελοιογραφίες. Μια λεζάντα σε γελοιογραφία μπορείς να την αλλάξεις δέκα φορές για να πετύχει, για να έχει ενδιαφέρον ως λεζάντα. Το ίδιο πράγμα είναι το τραγούδι.
Δηλαδή;
Δεν είναι παιχνίδι των λέξεων. Οπως είχε πει ο Σακελλάριος το ποίημα πρέπει να είναι ακαταλαβίστικο, αλλιώς είναι τσιφτετέλι. Το τραγούδι έχει μια αρχιτεκτονική, μια ιστορία απλή, να έχει ένα θέμα που να είναι ευρηματικό, να έχει ρεφρέν ή μια φράση, αυτό είναι το τραγούδι, αλλιώς είναι ιστορία, όπως έκανε ο Σαββόπουλος, με τον Κοεμτζή. Το τραγούδι είναι Σακελλάριος.
Επηρεαστήκατε από κάποιον;
Αγαπούσα, δεν τους ήξερα, εμένα μου άρεσε το ελληνικό τραγούδι, αυτά που άκουγα ήταν δεκαετίας ’50 – ’60. Τσιτσάνης, Μητσάκης κ.τ.λ.
Στιχουργούς;
Δεν τους ήξερα άλλα μετά που έμαθα ξεχώρισα ορισμένους. Οπως ο Χρήστος Κολοκοτρώνης, η Παπαγιαννοπούλου, ο Τσάντας, ο Βίρβος που ήταν φίλος μου. Δεν μου αρέσουν αυτοί που φτιάχνουν πολλά πράγματα μέσα σε ένα. Γράφουν πολύ ωραία, βέβαια, ορισμένοι. Πολύ ωραίος ήταν ο Ρασούλης. Τον γνώρισα όταν δούλευα στην «Αυγή» κι αυτός στη «Δημοκρατική Αλλαγή».
Σήμερα υπάρχει χιουμοριστικό τραγούδι; Π.χ. ο Παντελής Αμπαζής μού έρχεται στο μυαλό.
Ναι, υπάρχει. Οχι ακριβώς τέτοιο, υπάρχει ο Φοίβος Δεληβοριάς. Ενα άλλο παιδί είναι ο Βαγγέλης Χατζηγιάννης. Τώρα σκέφτηκαν να βγάλουν ξανά ορισμένα δικά μου που δεν πολυακούστηκαν.
Οι λόγοι υπάρχουν για να γραφτεί;
Πάντα υπάρχουν λόγοι. Να υπάρχουν τραγούδια που να σε ανεβάζουν. Αλλά τα ραδιόφωνα παίζουν δυστυχία. Ο Κηλαηδόνης μού άρεσε πολύ, και είχε κάποια σχέση με αυτά που λέμε. Σαν θέματα.
Πόσα έχετε γράφει;
Που έχουν κυκλοφορήσει; Τετρακόσια.
Σας έχει τραγουδήσει η Μοσχολιού, ο Μητσιάς, αυτά μείνανε.
Μα έχουν μείνει και τα άλλα. Κάτι παιδιά από την Κρήτη έχουν διασκευάσει την «Πεθερά». Και αρέσει σε πολύ κόσμο.
Θυμάστε πως γράψατε ένα τραγούδι σας; Μοιάζετε συχνά να περνάτε εκεί καθημερινά γεγονότα σας.
Τη «Λούλα». Ηταν μια πολύ όμορφη κοπέλα στην Πλατεία Δεξαμενής. Δούλευα στην «Ελευθεροτυπία» και ανέβαινα από Κολοκοτρώνη προς Κολωνάκι όπου έμενα τότε. Και αυτή έπινε με κάτι φίλους της μπίρες. Ηξερε πως γράφω: «Καλέ κύριε Γιάννη, για μένα δεν θα γράψεις;». Πήγα ένα βράδυ στο σπίτι, κάθισα σε μια πολυθρόνα. Απέναντι είχε ένα μπουκάλι με λίγο ουίσκι, θυμήθηκα αυτή την κοπέλα. Τούλα τη λέγανε μα δεν μου άρεσε το όνομα. Γράφω. Θυμήθηκα στη γειτονιά μου μια κοπέλα που τη λέγανε Λούλα, και ήταν ωραίο.
Το «Ασπρα, κόκκινα, κίτρινα»;
Ηταν αφίσα που διαφήμιζε τσιγάρα του Παπαστράτου με καραβάκια!
Πάντα παρατηρούσατε γύρω σας;
Ετσι κι αλλιώς! Καθόμουν και έβλεπα ανθρώπους κι έλεγα από μέσα μου: αυτόν πρέπει να τον λένε έτσι και να κάνει αυτή τη δουλειά.
Η καθημερινότητά σας;
Ερχομαι εδώ, στο εργαστήριο. Κάτι δουλεύω. Μετά αφού έχω βαρεθεί ανεβαίνω στον πεζόδρομο της Ακρόπολης, πάω προς Αποστόλου Παύλου, μετά Μοναστηράκι, σε φίλους που έχουν σχέση με μουσική, πάω στην κεντρική αγορά, περπατώ, δεν έχω αμάξι. Παίρνω κάναν γαύρο και γυρνάω σπίτι. Από την Πλάκα.
Βγάζετε κάτι τώρα;
Τώρα βγαίνει ένα βιβλίο με τα τραγουδάκια μου όλα. Και αυτά που δεν έχουν κυκλοφορήσει.
Μυστικό της έμπνευσης;
Πήγαινα προς την εφημερίδα και δεν είχα τίποτε να σχεδιάσω. Κι έβλεπα κάτι και εμπνεόμουν.
Στίχους πώς γράφατε;
Βρίσκω τις δύο πρώτες αράδες που μου αρέσουν και έχω βρει και τη μουσική. Σε αυτές τις διαδρομές που κάνω δουλεύω αυτό το τραγούδι. Ολα έχουν μια αρχή.
Το «Ετσι είναι η ζωή»; Δραματικό πάντως τραγούδι…
Ναι είναι. Υπάρχει μέσα μια φράση που την έλεγε η μάνα μου.
Κάντε ένα σχόλιο για την πολιτική σήμερα…
Πιστεύω ότι ο χειρότερος γελοιογράφος είναι πιο έξυπνος από τον καλύτερο πολιτικό για αυτό ψηφίζω γελοιογράφους.