Αν ήταν ταινία, μπορεί και να είχε τον τίτλο «Κάτι τρέχει με το Λούβρο» καθώς όλα δείχνουν πως το μεγαλύτερο μουσείο του κόσμου, την ώρα που δικαιώνει τον τίτλο του και από πλευράς προσέλευσης επισκεπτών – έσπασε κάθε ρεκόρ μέσα στο 2018 υποδεχόμενο 10,2 εκατ. άτομα -, φαίνεται πως επιλέγει να ακολουθήσει πολλές και διαφορετικές γραμμές στην πολιτική του. Από τη μία πλευρά θεωρεί ως σοβαρό παράγοντα της αύξησης του αριθμού των επισκεπτών του στο βιντεοκλίπ του δημοφιλούς μουσικού ζεύγους των Τζέι Ζι και Μπιγιονσέ και τον εξισώνει με άλλους πολύ σοβαρότερους και ουσιαστικότερους λόγους, όπως η βελτίωση των υποδομών του και το ξεθώριασμα της μνήμης των τρομοκρατικών επιθέσεων του 2015.
Από την άλλη ενισχύει έντονα τον χαρακτήρα του ως κιβωτός του παγκόσμιου πολιτισμού – απόηχος της αποικιοκρατικής πολιτικής, η οποία έχει οδηγήσει στη δημιουργία μουσείων με παράνομα πολλές φορές απομακρυσμένα εκθέματα από τις χώρες προέλευσής τους -, δημιουργώντας μάλιστα και παραρτήματα – δορυφόρους του με επιλογή εκθεμάτων από διάφορες εποχές και περιοχές, όπως εκείνο που άνοιξε πρόσφατα στο Αμπού Ντάμπι. Και την ίδια στιγμή επιστρέφει – η αλήθεια είναι έπειτα από απόφαση του γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, αλλά σίγουρα όχι χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της διοίκησης του μουσείου – ένα από τα πιο δημοφιλή εκθέματά του: έναν σιδερένιο πολεμιστή σε φυσικό μέγεθος, τον οποίο αφαίρεσαν οι γαλλικές κατοχικές δυνάμεις από την περιοχή του σημερινού βασιλείου του Μπενίν το 1892. Κίνηση που ενδέχεται να βάλει τέλος σε μια μεγάλη μάχη με τη χώρα της Δυτικής Αφρικής σχετικά με τον επαναπατρισμό των παρανόμως απομακρυσμένων από τις πατρίδες τους έργων τέχνης (μαζί με ακόμη 25 αντικείμενα που εκτίθενται στο Μουσείο Κε Μπρανλί), αλλά ενδέχεται να ανοίξει και το κουτί της Πανδώρας σχετικά με τις διεκδικήσεις επαναπατρισμού αρχαιοτήτων και έργων τέχνης πολλών ακόμη χωρών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
«ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ». Τι θα αποδειχθεί πιο ισχυρό σε μια εποχή που βάλλεται από την ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση αλλά και από μία από τις ισχυρότερες προσφυγικές κρίσεις; Η έννοια του «καθολικού πολιτισμού» που πρεσβεύουν οι θιασώτες μουσείων, όπως είναι το Λούβρο, το Βρετανικό ή το Μητροπολιτικό της Νέας Υόρκης, ή μήπως «μια νέα σχεσιακή ηθική μεταξύ των λαών», όπως υποστηρίζουν όσοι τίθενται υπέρ των επαναπατρισμών; Πέραν οποιουδήποτε θεωρητικού σχήματος, η αντικειμενική πραγματικότητα πίσω από το προαναφερόμενο δίλημμα αφορά την τύχη περίπου 90.000 αντικειμένων, αλλά και τη θέση των πρώην αποικιοκρατών στον σύγχρονο κόσμο, και ειδικά της Γαλλίας, η οποία διατρανώνει πως οι ρίζες της ταυτότητάς της βρίσκονται στις αρχές της επανάστασης του 1789.
«Αν η Γαλλία βασίζεται στις παγκόσμιες αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έχει μια ειδική αποστολή στον κόσμο ως πρότυπο του “πολιτισμού”, από το οποίο όλοι οι λαοί μπορούν να αντλήσουν έμπνευση» επισημαίνει σε άρθρο στην «Ουάσιγκτον Ποστ» ο αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Αϊοβα Τζον Γουόρν Μονρό. «Κι από αυτή την άποψη, η διατήρηση αντικειμένων από άλλες χώρες στα γαλλικά μουσεία λειτουργεί για το καλό της ανθρωπότητας στο σύνολό της».
Οι υποστηρικτές των επαναπατρισμών, επισημαίνει ωστόσο, έχουν διαφορετική οπτική καθώς θεωρούν ότι η ιδέα του «παγκόσμιου πολιτισμού» είναι μια δυτική εφεύρεση και όχι μια πραγματικότητα η οποία αντικατοπτρίζει το ίδιο είδος αυταρχικής αλαζονείας που προκάλεσε την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία.
«Η πρόκληση είναι ότι, όπως δείχνει η ιστορία του συγκεκριμένου γλυπτού, υπάρχει κάποια ισχύ και στις δύο θέσεις. Η δυσκολία είναι να βρούμε έναν τρόπο να εντοπίσουμε τις μεταξύ τους διαφορές» συνεχίζει ο Τζον Γουόρν Μονρό, ο οποίος επισημαίνει πως η απόφαση Μακρόν περί επαναπατρισμού αποτελεί μια σημαντική τομή στον τρόπο αντιμετώπισης της πραγματικότητας σε σχέση με το παρελθόν, καθώς εκτός των άλλων αποτελεί «ένα σημαντικό βήμα προόδου διότι επιτρέπει την αναγνώριση μιας άβολης αλήθειας: ότι η Γαλλία χρησιμοποίησε κάποτε την έννοια της μοναδικής “πολιτιστικής αποστολής” της για να δώσει μια ανθρωπιστική χροιά σε αυτό που ήταν στην πραγματικότητα ένα τεράστιο πρόγραμμα κατάκτησης και υποδούλωσης άλλων χωρών».
Και καταλήγει: «Με το αντιμεταναστευτικό, λαϊκιστικό ακροδεξιό κίνημα σε άνοδο σε ολόκληρη την Ευρώπη η αμφισβήτηση της “οικουμενικότητας” τίθεται σε κίνδυνο. Θα μπουν λοιπόν οι βάσεις για ένα νέο είδος ανοίγματος στον κόσμο ή η απόφαση Μακρόν θα ενθαρρύνει την εσωστρέφεια, μια αίσθηση ότι η Γαλλία θα πρέπει να πάψει να υποδέχεται ξένους και να δανείζεται δημιουργικά από αυτούς, όπως έκανε τόσο καρποφόρα στο παρελθόν;».