Οταν, έπειτα από περίπου 25 χρόνια, ανακινήθηκε από την κυβέρνηση το βαλτωμένο μακεδονικό ζήτημα και μάλιστα με τον φιλόδοξο στόχο της οριστικής διευθέτησης των διαφορών με τους βόρειους γείτονες, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεώρησαν ότι η «πρώτη φορά Αριστερά» αποφάσισε να δείξει, έστω και αργά, το προοδευτικό της πρόσωπο σε ένα θέμα που επενδύει επί δεκαετίες ο ψευτοπατριωτικός εθνολαϊκισμός. Μερικοί έσπευσαν κιόλας να προεξοφλήσουν αλλαγή πλεύσης μιλώντας με ενθουσιασμό για την ανάγκη συγκρότησης «προοδευτικού μετώπου» με τον μεταμελημένο δήθεν από την ακροδεξιά του εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ. Τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια δεν άργησαν ωστόσο να κάνουν την εμφάνισή τους. Στην ανοιχτή και απροσχημάτιστη σύγκρουση Καμμένου – Κοτζιά στο Υπουργικό Συμβούλιο, ο Πρωθυπουργός δεν δίστασε να στηρίξει τον επικίνδυνο εθνικιστή αποπέμποντας τον αρχιτέκτονα της συμφωνίας των Πρεσπών. Ταυτόχρονα, μπροστά στη διαφαινόμενη βαριά πολιτική ήττα και την εκλογική εξαφάνιση του κυβερνητικού του εταίρου, προβάρει εναλλακτικές δυνατότητες εξάντλησης των συνταγματικών ορίων παραμονής του στο Μαξίμου αλλά και διάδοχα σχήματα συμμετοχής στο πολιτικό σκηνικό της επομένης μέρας. Τα κρίσιμα εθνικά θέματα απαιτούν υπεύθυνη διαχείριση και εξασφάλιση ευρείας πολιτικής συναίνεσης. Στην περίπτωση της συμφωνίας των Πρεσπών η διαχείριση αποδεικνύεται καθαρά επικοινωνιακού χαρακτήρα, ενώ δεν εξασφαλίστηκε ούτε η στοιχειώδης ενδοκυβερνητική συναίνεση. Τι είδους ευρεία συναίνεση θα μπορούσε να εξασφαλίσει άλλωστε ένας μηχανισμός που ο στρατηγικός του στόχος είναι να «τελειώσει» τους αντιπάλους του σε μια άτυπη ρεβάνς ενός ακήρυχτου εμφύλιου πολέμου; Η δήλωση του Πρωθυπουργού «δεν έχω ακόμα αποφασίσει πότε θα έρθει η συμφωνία στη Βουλή» είναι ενδεικτική της εργαλειοποίησης ενός κρίσιμου εθνικού θέματος. Ετσι ακριβώς έχουν εργαλειοποιηθεί και τα άλλα μεγάλα εθνικά θέματα. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν από καιρό παραδοθεί στις υπερπατριωτικές μαγκιές του Καμμένου, που μπορεί τελικά να αποδειχτούν όχι και τόσο «τζάμπα». Ο κίνδυνος ενός θερμού επεισοδίου δεν φαίνεται να είναι έξω από τους αδίστακτους προεκλογικούς υπολογισμούς του «κακομαθημένου παιδιού». Την ίδια στιγμή το Κυπριακό παραμένει στάσιμο, με τις δυνάμεις που αντιτίθενται σε λύση να έχουν πάρει το πάνω χέρι. Η ελληνική ηγεσία αρκείται σε μια βολική και παθητική συμπαράσταση στην ακινησία. Η μοιραία για το νησί και την περιοχή «ντε φάκτο» διχοτόμηση γίνεται ολοένα και πιο αναπόφευκτη.
Η συγκυρία για μια αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία για το Μακεδονικό φαίνεται να είναι η καλύτερη που παρουσιάστηκε μετά το 1992. Η απομάκρυνση των εθνικιστών και η παρουσία του Ζάεφ στην εξουσία, σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές πιέσεις Ευρωπαίων και Αμερικανών, άνοιξαν τον δρόμο για τον συμβιβασμό των Πρεσπών. Οσο περνάει ο καιρός ωστόσο και διαφαίνεται ότι η άλλη πλευρά θα ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις της συμφωνίας τόσο εδραιώνεται η πεποίθηση ότι το χρονίζον εθνικό θέμα έχει μετατραπεί σε πιόνι στη σκακιέρα των εκλογών ανάλογα με τις μεταπτώσεις του κυβερνητικού συνεταίρου και τις ενδεχόμενες εναλλακτικές λύσεις παραμονής του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Από τη στιγμή που το επιτελείο του Μαξίμου έχει αποφασίσει να μετατρέψει στην πράξη την ψηφοφορία για την επικύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών σε ψηφοφορία εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση, είναι φανερό ότι κανείς, ακόμα κι αν θεωρεί ότι χάνεται μια καλή ευκαιρία, δεν μπορεί να υποκύψει στον ωμό εκβιασμό, εγκρίνοντας με την ψήφο του την παραμονή του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.