Χάθηκε η μπάλα… με τις αλλεπάλληλες παρατάσεις στον διαγωνισμό πώλησης των λιγνιτικών σταθμών της ΔΕΗ στη Μεγαλόπολη και στη Μελίτη. Αλλη μία μετάθεση της ημερομηνίας υποβολής δεσμευτικών προσφορών προστέθηκε στο σίριαλ καθώς κυβέρνηση και διοίκηση της δημόσιας εταιρείας αναζητούν κίνητρα προκειμένου να δελεάσουν τους υποψήφιους επενδυτές για την υποβολή αξιοπρεπών δεσμευτικών οικονομικών προσφορών.
Κι ενώ χθες, 7 Ιανουαρίου, ήταν η τρίτη ημερομηνία που είχαν δώσει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας και η ΔΕΗ από τον περασμένο Σεπτέμβριο, οπότε και ξεκίνησαν οι διαγωνιστικές διαδικασίες, τελικά το μεσημέρι έγινε γνωστό ότι δεν επρόκειτο να υποβληθούν οι δεσμευτικές προσφορές ορίζοντας νέα προθεσμία για τις 23 Ιανουαρίου. Είναι η τέταρτη παράταση, και όλα, με βάση τις πληροφορίες, δείχνουν «ναυάγιο» του διαγωνισμού.
Οι μονάδες είναι ζημιογόνες κατά εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ μηνιαίως, οι χρηματιστηριακές τιμές των ρύπων βρίσκονται στα ύψη λόγω της ευρωπαϊκής πολιτικής για απανθρακοποίηση της αγοράς και ταυτόχρονα το προσωπικό θεωρείται υπεράριθμο.
Οι υποψήφιοι επενδυτές ανέμεναν μετά τα όσα είχαν γίνει γνωστά πριν από τα Χριστούγεννα τη δημοσίευση του προγράμματος εθελούσιας εξόδου που αφορούσε τη μείωση του προσωπικού των 1.248 εργαζομένων στις πωλούμενες μονάδες αλλά και τη δρομολόγησή της προκειμένου να έχουν μια πιο σαφή εικόνα για τη διαμόρφωση των οικονομικών τους προσφορών.
Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε ούτε μέχρι χθες.
Επίσης, δεν δίνονται σαφείς δεσμεύσεις ως προς την καθιέρωση μηχανισμού αποζημίωσης της επάρκειας ισχύος των λιγνιτικών σταθμών, κίνητρο το οποίο βρίσκεται στα γραφεία των Βρυξελλών.
Ταυτόχρονα η μη υιοθέτηση ενός ακόμη μηχανισμού, αυτού του επιμερισμού ζημιών και κερδών των πωλούμενων μονάδων ανάμεσα στη ΔΕΗ και στους επενδυτές αποτρέπει τους τελευταίους από την υποβολή αξιόλογων οικονομικών προτάσεων.
Σύμφωνα με πληροφορίες, κοινοπρακτικά σχήματα που συμμετέχουν στον διαγωνισμό θεωρούν ότι με αυτά τα δεδομένα θεωρείται πολύ πιθανό το ενδεχόμενο να μη συμμετέχουν τελικά στη φάση της κατάθεσης προσφορών.
Φέρνουν ως παράδειγμα το πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου για τη μείωση του προσωπικού κατά το ήμισυ, καθώς τα κίνητρα που δίνει η ΔΕΗ στους εργαζομένους συνολικά 20.000 ευρώ ανά αποχωρούντα είναι πολύ χαμηλά. Αλλά ακόμη κι αν τρέξει το πακέτο αποχώρησης, σύμφωνα με επενδυτές, είναι πολύ μικρό το χρονικό περιθώριο που δίνεται για τη συμμετοχή των εργαζομένων σε αυτό.
Διαβεβαιώσεις δεν έχουν λάβει και για τα υπόλοιπα ζητήματα που έχουν θέσει, όπως ο μηχανισμός αποζημίωσης της επάρκειας ισχύος των λιγνιτικών μονάδων, ενώ συνολικά βλέπουν ότι τα οικονομικά και νομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι συγκεκριμένοι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας είναι δομικά.
Οι εξελίξεις αυτές, και κυρίως το γεγονός των απανωτών παρατάσεων ενός διαγωνισμού που θα έπρεπε να είχε τελειώσει από τον περασμένο Οκτώβριο, καταδεικνύουν την εσφαλμένη κυβερνητική πολιτική που ακολουθήθηκε στο θέμα της ΔΕΗ. Η ακύρωση του σχεδίου πώλησης της «μικρής ΔΕΗ» που είχε νομοθετήσει η προηγούμενη κυβέρνηση ενεργοποίησε την απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου σε βάρος της χώρας μας για τη διατήρηση του μονοπωλίου της δημόσιας εταιρείας στον λιγνίτη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η κυβέρνηση να προχωρήσει στην πώληση λιγνιτικών σταθμών σε μια περίοδο κατά την οποία η ΕΕ έχει ξεδιπλώσει πλήρως την πολιτική της για την υιοθέτηση καθαρότερων μορφών ενέργειας. Δηλαδή προχωρεί στην εφαρμογή πολιτικών σε βάρος του άνθρακα.