Θα την έβαζα μαζί με την Πανεπιστημίου και τη Σταδίου (ίσως και την Ερμού) στο τοπ των πλέον εμβληματικών οδών της Αθήνας. Μιλάω για την Πατησίων, που εδώ και 180 περίπου χρόνια μοιάζει σαν να έχουν περάσει από επάνω της οι περιπέτειες και τα πάθη, οι χαρές και οι εξάρσεις της σύγχρονης αθηναϊκής (και εθνικής) Ιστορίας. Ενας δρόμος που, από την Ομόνοια που ξεκινάει μέχρι τα Πατήσια που καταλήγει, είναι σαν, ανά τμήματα, να τελειώνει και να ξαναρχίζει οριοθετώντας έτσι τρεις-τέσσερις περιοχές. Αλλού κομψό βουλβεράτο με ό,τι έχει διασωθεί από την αύρα άλλων εποχών, αλλού παρηκμασμένο γκέτο και αλλού γειτονιά. Και με ένα μοναδικό δώρο για όποιον τη διασχίζει με κατεύθυνση προς το κέντρο. Ανάμεσα στους μουτζουρωμένους με δήθεν γκράφιτι τοίχους, στα υπέροχα παλιά κτίρια που καταρρέουν – κακοφορμισμένες πληγές στο σώμα της πόλης – στα κλειστά μαγαζιά και τα στιγμιότυπα εγκατάλειψης, ξεπροβάλλει στο βάθος του ορίζοντα η Ακρόπολη. Να σου θυμίζει, ενίοτε οδυνηρά, ότι το παρελθόν αυτής της πόλης μάς επιφορτίζει με το καθήκον να διασφαλίσουμε το μέλλον της.

Η χωροταξική της διαμόρφωση ξεκίνησε το 1840 πάνω σε αγροτικούς δρόμους και το 1870 τα Πατήσια, που μέχρι τότε ήταν χωριό, ενσωματώθηκαν, ως συνοικία, στον αστικό ιστό. Χαράχθηκε επίσημα το 1908 και έγινε η βασική αρτηρία τού τότε κοσμοπολιτισμού. Εκεί το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και βέβαια ο κήπος του, το Μετσόβιο Πολυτεχνείο αλλά και το σπίτι της Μαρίας Κάλλας, ο περίφημος, στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, κινηματογράφος «Ράδιο Σίτι», ο πρώτος που έπαιζε σινεμασκόπ. Εκεί και το Acropole Palace.

Εδώ είμαστε! Στο τετράγωνο που ορίζεται από τις οδούς Πατησίων, Αβέρωφ και Μάρνη. Οταν χτιζόταν, από το 1926 έως το 1928, λέγεται πως μαζεύονταν οι Αθηναίοι να θαυμάσουν την ανέγερση αυτού του πολυτελούς ξενοδοχείου που θα αναβάθμιζε την πόλη. Εργο του αρχιτέκτονα Σωτήρη Μαγιάση, θεωρείται εξέχον δείγμα της αθηναϊκής εκδοχής του γαλλικού Art Nouveau. Τα σαλόνια και οι κοινόχρηστοι χώροι του γνώρισαν επί δεκαετίες ημέρες – και κυρίως βραδιές – δόξας λαμπρής. Και μετά άρχισε ο μαρασμός. Μέχρι τη δεκαετία του 1980 που ανεστάλη η λειτουργία του και επακολούθησε η κατάρρευση. Το 1991 πέρασε στα χέρια του υπουργείου Πολιτισμού και ανακηρύχθηκε διατηρητέο. Χρειάστηκε όμως να περάσουν πάνω από 20 χρόνια για να αρχίσουν, το 2013, οι εργασίες αποκατάστασης. Επρόκειτο να ολοκληρωθούν μέσα στο 2018 αλλά θα χρειαστεί να περιμένουμε και τους πρώτους μήνες του 2019. Για να αποδοθεί στους  πολίτες ως ένα κέντρο πολλαπλών πολιτιστικών δράσεων. Ετσι έχει υποσχεθεί η υπουργός Πολιτισμού Μυρσίνη Ζορμπά. Εν αναμονή λοιπόν…

Σαν παλιό σινεμά

Το κάνετε κι εσείς – τουλάχιστον οι συνομήλικοί μου -, είμαι σίγουρη. Οταν η τηλεόραση μεταδίδει τις παλιές ελληνικές ταινίες, τις ασπρόμαυρες ή εκείνες με τα έντονα χρώματα του τεκνικολόρ, κολλάτε τη μούρη στην οθόνη για να αναγνωρίσετε δρόμους, περιοχές και στέκια της Αθήνας. Ας πούμε την Πανεπιστημίου ως δρόμο διπλής κατεύθυνσης, τη Σταδίου με αυτοκίνητα παρκαρισμένα, κανονικά και με τον νόμο, και στις δύο πλευρές της, την αραιοχτισμένη Συγγρού και την ακόμη πιο αραιοχτισμένη παραλιακή. Σε αρκετές υπάρχει και η Μιχαλακοπούλου, ως ρέμα του Ιλισού όμως, με σπιτάκια παραπήγματα στις όχθες του. ‘Η το ζαχαροπλαστείο του Παπασπύρου στο Σύνταγμα που εδώ και 25 χρόνια έχει γίνει φαστφουντάδικο. ‘Η την κολωνακιώτικη οδό Σπευσίππου, με μικρές μονοκατοικίες, στη «Θεία απ’ το Σικάγο». Πρόκειται για το παρηγορητικό της σύνδεσης με ένα παρελθόν που δεν έχει και τόση σημασία αν είναι δικό μας ή της πόλης μας. Εξάλλου πόλη και άνθρωποι κάποια στιγμή γινόμαστε ένα.

Πού και πού, φίλοι μου που γνωρίζουν καλύτερα την αθηναϊκή γεωγραφία του κινηματογράφου, με ξεναγούν στην πόλη με αυτήν ως οδηγό. Ετσι έμαθα, για παράδειγμα, ότι το καφενεδάκι που σε πολλές ελληνικές ταινίες βλέπουμε στα σκαλάκια της Πλάκας, δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα. Επειδή ήταν πολύ ωραίο το φόντο ωστόσο, έστηναν καρέκλες και ένα τραπεζάκι για να το αναπαραστήσουν. Κάποτε, σε μια βόλτα στον Πειραιά, περάσαμε από τη Ναυάρχου Νοταρά, στην Τρούμπα, όπου σε ένα ετοιμόρροπο σήμερα δίπατο σπίτι γυρίστηκαν πολλές σκηνές από τα «Κόκκινα φανάρια». Υπάρχει ακόμη, στην οδό Γούναρη στην Κηφισιά, το πατρικό σπίτι της Αλίκης Βουγιουκλάκη στο «Ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο» και στο «Η Αλίκη στο Ναυτικό». Ενώ σχετικά κοντά στο σπίτι μου, στου Παπάγου, στην οδό Αναστάσεως, η Ζωή Λάσκαρη μου είχε δείξει τη μονοκατοικία όπου γυρίστηκε το «Μερικοί το προτιμούν κρύο».

Παραμονές Χριστουγέννων ο φίλος μου, Κώστας Σπυριούνης, ζωγράφος, «ανακάλυψε» στην οδό Τριπόδων, στην Πλάκα, το σπίτι όπου έγιναν τα γυρίσματα του «Η γυνή να φοβήται τον άνδρα». Τόσο ίδιο, εκτός από τα γκράφιτι στην περίφραξή του, που νομίζεις ότι, από στιγμή σε στιγμή, θα ξεπροβάλει στη σκάλα του η Μάρω Κοντού και θα αρχίσει να φωνάζει: «Κυρία Ξι Παπαμήτρου, κυρία Ξι Παπαμήτρου!».

Γιάννης Κοροβέσης  Μπαρ τέντερ, ιδρυτής του Bitterbooze.com

Τι μου αρέσει, τι δεν μου αρέσει στην Αθήνα

«Στην Αθήνα μισώ το κυκλοφοριακό της. Τις παράνομες πιάτσες ταξί και τα τουριστικά λεωφορεία που σταματούν κάθε που θέλουν να φορτώσουν / ξεφορτώσουν τουρίστες. Μισώ και το αποχετευτικό της, που τα υγρά απογεύματα του καλοκαιριού, όταν αποφασίζει να ρίξει μια καλή νεροποντή, αναδίδει “μεθυστικά” αρώματα.

Αγαπώ όμως τα υπόλοιπα, θερινά, νωχελικά απογεύματα, που μπορεί κανείς να προλάβει, πριν πέσει ο ήλιος, να διασχίσει το κέντρο της, ξεκινώντας από το Θησείο και φθάνοντας μέχρι τον Λυκαβηττό, εκεί από όπου θα έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει το μεγαλοπρεπές ηλιοβασίλεμά της. Αυτό που μας κάνει να τα ξεχνούμε όλα και να υψώνουμε Νεγκρόνι στο όνομά της, σε κάποιο από τα υπέροχα μπαρ της».